Η εξέλιξη της γεωργίας στη Λευκάδα από τα αρχαία χρόνια έως σήμερα.
Μία από τις κύριες απασχολήσεις των κατοίκων τις Λευκάδας από τα αρχαία χρόνια ήταν η γεωργία. Αυτό αποκαλύπτεται από σύμβολα στα νομίσματα της Λευκάδας όπου μεταξύ άλλων υπάρχουν χαραγμένα κλήμα, σταφύλι και κλαδί ελιάς. Η αμπελοκομία και η ελαιοκομία ήταν όπως φαίνεται οι προτιμώμενοι κλάδοι της γεωργίας, η έκταση των οποίων δεν είναι γνωστή. Παρ’ όλα αυτά το κρασί της Λευκάδας λογαριαζόταν σαν ένα από τα καλύτερα της Ελλάδος, όπως μας πληροφορεί ο Πλήνιος ο πρεσβύτερος ο οποίος γράφει πως ο γιατρός Απολλόδωρος (3ο αιώνα π.Χ.-ονομάστηκε ιολόγος διότι ασχολήθηκε με τα δηλητήρια, έγραψε βιβλίο με τίτλο «περί θανάσιμων φαρμάκων»), συνιστούσε στο βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο το Λευκαδίτικο κρασί σαν ένα από τα καλύτερα της εποχής του (Ροντογιάννης, 1980).
Πολύ αργότερα ο Αθήναιος (περίπου 200 μ.Χ) κατηγορεί το Λευκαδίτικο κρασί πως ήταν η αιτία πονοκεφάλων, επειδή οι Λευκαδίτες αμπελουργοί έριχναν στο κρασί γύψο προφανώς για να πετύχουν καλό κόκκινο χρώμα. Ανάμεσα στους 2 συγγραφείς που μιλούν για το Λευκαδίτικο κρασί, υπάρχει διαφορά 400 και πλέον ετών. Δεν αποκλείεται με τον Αθήναιο (Ρωμαιοκρατία) οι Λευκαδίτες αμπελουργοί να έμαθαν από τους Ιταλούς ή άλλους την συνήθεια του γυψώματος του κρασιού. Αυτή την εποχή είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε ότι υπήρχε καλλιέργεια σιτηρών στο νησί, ενώ για την καλλιέργεια ελιάς δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες εκτός από την ένδειξη του κλάδου ελιάς σε νομίσματα όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Ίσως να μην ήταν πολύ εκτεταμένη (Ροντογιάννης, 1980).
Κατά την διάρκεια της δυτικής επικυριαρχίας στην Λευκάδα υπό τους Ορσίνι, Ανδεγαυούς και Τόκκους (1246-1479) κύρια απασχόληση των κατοίκων του νησιού ήταν η γεωργία. Υπήρχαν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, οι μικρότεροι κτηματίες και οι δουλοπάροικοι. Το νησί παρήγε κρασί και σιτηρά, γι ’αυτό υπήρχαν οι μύλοι (νερόμυλοι) ενώ γνωστό ήταν και το κεχρί. Ο Γρατιανός Τζώρτζης, διοικητής της Λευκάδας μάλλον από το 1355, υποσχέθηκε να τροφοδοτήσει τον Ενετικό στόλο με 1.000 μόδια (8.750 λίτρες) σιτάρι (Ροντογιάννης, 1980, Λευκαδίτικα Νέα- http://www.kolivas.de/?p=909), γεγονός που αποδεικνύει την καλλιέργεια σιταριού στην Λευκάδα την εποχή εκείνη.
Μετά το 1479 η Λευκάδα περνάει στην κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι κατακτητές μετέφεραν πολλές οικογένειες Τούρκων από την ‘Ήπειρο και τους παραχώρησαν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις. Όλα τα καλά κτήματα κατελήφθησαν από τους Τούρκους και όσοι από τους κατοίκους παρέμειναν, πήραν τα πετρώδη και άγονα εδάφη. Έτσι αναγκάσθηκαν να εργάζονται στα Τουρκικά πλέον κτήματα (Δρακονταειδής, 1980). Την εποχή αυτή στο νησί σπερνόταν κυρίως σιτάρι αλλά και βρώμη, κριθάρι και όσπρια. Το σιτάρι σπερνόταν κάθε δεύτερη χρονιά. Κατά τα τέλη της Τουρκοκρατίας υπήρχαν στην Λευκάδα περίπου 11.000 ελαιόδεντρα, αλλά φαίνεται πως η ελαιοκομία δεν ήταν σπουδαία απασχόληση για τους κατοίκους του νησιού σε σχέση με την αμπελουργία.
Η Ενετοκρατία (1684-1797) έφερε μια εποχή και μια σειρά ιστορικών γεγονότων που διαμόρφωσαν τον ιστορικό και πολιτικό χαρακτήρα του νησιού. Συγκεκριμένα, η μετατροπή της κτηνοτροφικής οικονομίας σε οικονομία της ελιάς και της αμπέλου, η εγκατάσταση ενός νέου πληθυσμού με τα δικά του ήθη και έθιμα και το κτίσιμο της νέας πόλης αποτελούν τα σημαντικότερα από τα γεγονότα αυτά.
Το λάδι και το κρασί, επιβλήθηκαν στο σύνολο της Λευκάδας σαν κύρια προϊόντα διατροφής (Σκληρού, 2001). Πολλά λιόδεντρα φυτεύτηκαν την εποχή των Ενετών και κυρίως από το 1715 και μετά. Οι Ενετοί εφάρμοσαν στη Λευκάδα το νόμο της υποχρεωτικής φύτευσης ελαιόδεντρων που είχαν βάλει σε εφαρμογή πιο πριν στα άλλα Επτάνησα. Το 1770 ο αριθμός των ελαιόδεντρων είχε ανέλθει σε περίπου 44.000 (Κοντομίχης, 1977).
Η οικιακή παραγωγή και η κτηνοτροφία ήταν περιορισμένες και οι κύριες δημητριακές καλλιέργειες ήταν ανεπαρκείς για να διαθρέψουν τους κατοίκους του νησιού. Έτσι, γίνεται φανερό ότι τα προϊόντα του λαδιού και του κρασιού ήταν η κύρια πηγή όχι μόνο της διατροφής, αλλά και της οικονομικής ευρωστίας κάθε νοικοκυριού και η απασχόληση με αυτά επιβαλλόταν σαν απόλυτο καθήκον ολόκληρης της οικογένειας, σε συνδυασμό με το είδος της γεωργικής παραγωγής και τον μικρό κλήρο.
Το ανομοιογενές έδαφος μετέβαλε αυτή την απασχόληση σε μια απόλυτη ολοχρονίς δέσμευση, αφού οι εναλλαγές της καλλιέργειας του λαδιού και του κρασιού κάλυπταν ουσιαστικά όλο το χρήσιμο εργασιακό χρόνο από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάρτιο για το λάδι και από την άνοιξη μέχρι το Σεπτέμβριο για το κρασί. Τότε διαμορφώθηκε και ο χαρακτήρας της αγροτικής λευκαδίτικης οικογένειας: πρόχειρο και λιτό φαγητό, απλά σπίτια, απουσία πολυτελών εκδηλώσεων και απασχολήσεων (Σκληρού, 2001).
Αρκετές πληροφορίες σχετικά με την αγροτική παραγωγή και τα προϊόντα που παρήγαγε η Λευκάδα κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας παίρνουμε από την έκθεση του Προνοητή Θαλάσσης Φραγκίσκου Γριμάνη προς την σύγκλητο των Ενετών το 1760. Ο Γριμάνη αναφέρει ότι η Λευκάδα παρήγαγε ποικιλία δημητριακών και λινάρι, ότι υπήρχε πλεόνασμα για το λάδι, το κρασί και το τυρί, το οποίο πλεόνασμα στελνόταν στην Βενετία, αλλά κάνει λόγο επίσης και για εισαγωγή μικρών ποσοτήτων σιτηρών, κρεάτων και καυσόξυλων κυρίως από την όμορη Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τα στοιχεία των εισαγωγών και εξαγωγών του νησιού δείχνουν πως η παραγωγή σιτηρών της Λευκάδας δεν επαρκούσε για τις ανάγκες των κατοίκων (γι’ αυτό και οι εισαγωγές σιτηρών από την Τουρκία). Στην ίδια έκθεση αναφέρονταν τα κύρια εξαγόμενα προϊόντα του νησιού, τα οποία ήταν: κριθάρι, βρώμη, όσπρια, λιναρόσπορος, λάδι, οίνος, καρύδια και αμύγδαλα, βαφικοί κόκκοι, μετάξι, λεμόνια και κίτρα, τυρί, βούτυρο και πρόβιο μαλλί (Μαχαίρας, 1951 και Ροντογιάννης, 1980).
Η σταφίδα στα χρόνια των Ενετών ενώ ήταν το σπουδαιότερο προϊόν της Ζακύνθου, της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης, δεν υπήρχε στη Λευκάδα. Εισήχθη κατά τις αρχές του 18ου αιώνα κυρίως στο νότο του νησιού, από Κρητικούς που μετά την Κρήτη, εγκατέλειψαν και την Πελοπόννησο όταν αυτή καταλήφθηκε από τους Τούρκους (Ροντογιάννης, 1980 και Κοντομίχης, 1985), ενώ σύμφωνα με τον Νταβίδη (1982) η κορινθιακή σταφίδα μεταφυτεύεται στα Ιόνια Νησιά τον 15ο αιώνα.
Πριν φυτευτούν σταφιδάμπελοι στον κάμπο κάτω από τον Άγιο Πέτρο καλλιεργούταν καλαμπόκι, σουσάμι, βαμβάκι, κρεμμύδια, σκόρδα κτλ. Αμπέλια είχαν φυτευτεί στις περισσότερες πλαγιές που έφθαναν μέχρι το δασωμένο βουνό. Παραγόταν άφθονο κρασί και φημισμένο για το μαύρο χρώμα του, τόσο πολύ, που το αγόραζαν οι Ιταλοί για να χρωματίσουν τα δικά τους κρασιά. Αρχικά, η φύτευση σταφιδάμπελων ήταν σποραδική, όταν όμως οι κάτοικοι συνειδητοποίησαν πως η απόδοση ήταν μεγάλη και οι τιμές ικανοποιητικές, φυτεύτηκε όλος ο κάμπος και οι πλαγιές μέχρι σχεδόν τα βουνά. Η παραγωγή έφτασε σε πολύ υψηλά επίπεδα χωρίς έξοδα, παρά μόνο με την προσωπική εργασία, εφόσον δεν υπήρχαν σοβαρές ασθένειες.
Αργότερα τα φυτά προσβάλλονταν από ωίδιο και μέχρι να εισαχθεί θειάφι από το εξωτερικό υπήρχε μεγάλη πτώση της παραγωγής. Το 1897 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην περιοχή ο περονόσπορος και η σοδειά καταστράφηκε εντελώς. Για πολλά χρόνια η απόδοση αυξομειωνόταν ανάλογα με την ένταση των ασθενειών και την καταπολέμησή τους. Οι τιμές εξασφαλίστηκαν με την ίδρυση του Α.Σ.Ο. (Ανεξάρτητος Σταφιδικός Οργανισμός) αλλά λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της αθρόας μετανάστευσης που επακολούθησε, κάποια από τα κτήματα εγκαταλείφτηκαν και άλλα ξαμπελώθηκαν. Οι σταφιδάμπελοι αντικαταστάθηκαν με οπωροφόρα δέντρα, εσπεριδοειδή και πολύ αποδοτικές καλλιέργειες πατάτας και τομάτας. Επίσης φυτεύτηκαν πάρα πολλά κτήματα με κρασοστάφυλλα της εξαιρετικής ποικιλίας Βαρδέα (Δρακονταειδής, 1970).
Στις αρχές του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα την περίοδο 1913-1914, σημαντική έκταση καλλιεργήσιμης γης κατείχαν οι αμπελώνες με 35.890 στρέμματα και οι ελαιώνες με 34.510 στρέμματα. Οι καλλιέργειες αντιμετώπιζαν και προβλήματα προσβολών όπως οι ελιές από το έντομο ρυγχίτη το 1912, όπως αναφέρει ο Ισαακίδης (1912). Το σύνολο της αροτραίας έκτασης στη Λευκάδα τότε έφτανε τα 35.649 στρέμματα τα περισσότερα από τα οποία καλλιεργούνταν με σιτάρι (18.010 στρ.).
Ακολουθούσε ο αραβόσιτος με το κριθάρι (8.860 στρ.), τα όσπρια (4.999 στρ.), η βρώμη (2.890 στρ.) και το λινάρι (890 στρ.). Στα παλιότερα χρόνια και μέχρι πριν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το λινάρι κάλυπτε μεγάλες ανάγκες του Λευκαδίτη χωρικού. Με αυτό έκανε όχι μόνο το σύνολο σχεδόν του ρουχισμού του, αλλά και σκοινιά για το σαμάρι, σάγλες (ψιλό σκοινί) για το δεμάτι, σκοινιά για να σέρνει και να δένει τα μαρτίνια του, σπάγκους, κλωστές και πολλές άλλες παραλλαγές. Όσο πάμε πιο πίσω χρονικά, τόσο η χρήση του λιναριού ήταν ευρύτερη (Κοντομίχης, 1977).
Σύμφωνα με τον Weaver (1960) η έκταση της ποικιλίας αμπέλου Βερτζαμί, κατά τη δεκαετία του 1950, ανέρχονταν σε 35.800 στρ. και η παραγωγή τους ήταν το 90% της συνολικής του νησιού. Το 1964 η συνολική καλλιεργήσιμη γη έφτανε τα 133.000 στρέμματα με τις αροτραίες καλλιέργειες να καταλαμβάνουν 57.000 στρέμματα (σημαντική αύξηση σε σχέση με το 1913-1914) και οι υπόλοιπες καλλιέργειες (αμπελώνες, ελαιώνες κτλ) να βρίσκονται στα 76.000 στρέμματα. Σύμφωνα με την απογραφή του 1971 η καλλιεργούμενη έκταση έχει μειωθεί στα 121.000 στρέμματα. Τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν οι ελαιώνες με 60.000 στρέμματα (με 1.000.000 δέντρα, ενώ το 1975 είχαν ξεπεράσει τα 1.123.000 δέντρα- είναι η βάση της αγροτικής οικονομίας), έπονται οι αροτραίες καλλιέργειες με 42.400 στρέμματα, οι αμπελώνες με 19.000 στρέμματα (κυρίως στην ορεινή και ημιορεινή ζώνη) και τα εσπεριδοειδή με 2.000 στρέμματα. Αξιοσημείωτο είναι πως το σιτάρι εξακολουθεί να σπέρνεται κάθε δεύτερη χρονιά, πρακτική που τη συναντάμε τουλάχιστον από την εποχή της Τουρκικής κατάκτησης, καθώς και ότι από τους 270 τόνους παραγωγής οσπρίων οι 60 τόνοι ανήκουν στη φημισμένη φακή του χωριού Εγκλουβή και 20 τόνοι στα φασόλια του Αγ. Πέτρου. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, το λάδι και το κρασί είναι τα 2 κύρια προϊόντα της Λευκάδας. Σήμερα μάλιστα το λάδι έρχεται στην πρώτη θέση, μετά τη μεταπολεμική παρακμή της αμπελοκαλλιέργειας (Ροντογιάννης, 1980).
Ο πληθυσμός της Λευκάδας μειώθηκε πολύ στην εικοσαετία 1951-1971. Η μείωση αυτή τα επόμενα χρόνια όχι μόνο δεν ελαττώθηκε αλλά αυξήθηκε με την μετανάστευση πολλών οικογενειών στα μεγάλα αστικά κέντρα και πάρα πολλών νέων στη Γερμανία, Αυστραλία, Καναδά και Η.Π.Α. (Ροντογιάννης, 1980). Ο Χατζημανωλάκης (1979) μας πληροφορεί πως σύμφωνα με την απογραφή του 1971, στη Λευκάδα ο αγροτικός πληθυσμός ανέρχεται σε 16.850 άτομα, εκ των οποίων ενεργά είναι μόνο 5.000 με μέσο γεωργικό κλήρο τα 25 στρέμματα.
Κατά τη δεκαετία 1980-1990 όλες σχεδόν οι καλλιέργειες του νησιού (ιδιαίτερα οι άμπελοι και οι σταφιδάμπελοι) εμφάνισαν σημαντική μείωση, ενώ οι αγραναπαύσεις αυξήθηκαν κατά 50% περίπου. Οι σημαντικότεροι ανασταλτικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της γεωργίας είναι η ορεινή διαμόρφωση του νησιού, η έλλειψη επαρκών υδάτινων πόρων και ο έντονος κατακερματισμός της αγροτικής ιδιοκτησίας.
Στους παραπάνω παράγοντες προστίθεται και η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού, του οποίου η ανανέωση καθίσταται ολοένα και περισσότερο προβληματική (HuReDePIS-Human Resources and Development Planning on both sides of Ionian Sea- www.huredepis.eu/assets/mymedia/1176459763_upfile.pdf). Σήμερα, η Λευκάδα ακολουθεί το παράδειγμα της υπόλοιπης Ελληνικής υπαίθρου, με εγκατάλειψη της γεωργίας από τον νεανικό πληθυσμό ο οποίος στρέφεται περισσότερο σε άλλες επαγγελματικές ασχολίες (τουρισμός κτλ). Η τάση αυτή φαίνεται και στα στοιχεία για τις εκτάσεις που καταλαμβάνουν οι σημαντικότερες καλλιέργειες στη Λευκάδα κατά την πενταετία 2004-2008 (Πίνακας 1).
Παρατηρούμε πως, εκτός από τις δενδρώδεις καλλιέργειες που η έκταση τους παραμένει λίγο-πολύ σταθερή, οι υπόλοιπες (ειδικά οι αροτραίες αλλά και τα οινοποιήσιμα σταφύλια) μειώνονται σταθερά για τους λόγους που αναφέρθηκαν πριν.
Παρ’ όλα αυτά, σήμερα η Λευκάδα παράγει μια σειρά γνωστών και ποιοτικών προϊόντων όπως κρασί, έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, τις φακές Εγκλουβής, θυμαρίσιο μέλι, ελιές, σαλάμι αέρος κ.ά. (ΝΑΛ- http://www.lefkada.gr/pages.asp?pageid=10&langid=1).
Πίνακας 1: Παρουσίαση της εξέλιξης των εκτάσεων που καταλαμβάνουν οι κυριότερες καλλιέργειες στο νομό Λευκάδας κατά την πενταετία 2004-2008. Οι αριθμοί υποδεικνύουν τα στρέμματα της κάθε καλλιέργειας. Πηγή: Δ/νση Αγροτικής Ανάπτυξης Λευκάδας
2011-11-18