lefkada-news

Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου

Αν κάποιος θα θελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα, θα την έβρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: Στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό. Στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία. Στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατεσπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις. Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Επιλογή: Χρύσα Προκοπάκη

ΚΡΙΤΙΚΗ

Ενας ασφαλής οδηγός πλεύσης σε ένα τεράστιο corpus που αποτελείται από 100 ποιητικές συλλογές. Το πορτρέτο ενός ποιητή εκτάσεως και εντάσεως, που επανασυστήνεται για τους νεότερους αναγνώστες.

Οι εκδόσεις Κέδρος τιμώντας τη μνήμη του κορυφαίου ποιητή εξέδωσαν μιαν ανθολογία του έργου του που την επιμελήθηκε η Χρύσα Προκοπάκη, η οποία εδώ και πολλά χρόνια μελετά και μεταφράζει στα γαλλικά την ποίησή του.

Δεν ξέρω αν μπορεί να ανθολογηθεί ένα έργο που αποτελείται από 100 ποιητικές συλλογές (χωρίς να λογαριάσουμε άλλες 50 ανέκδοτες που άφησε πίσω του ο ποιητής της Σονάτας του σεληνόφωτος). Είναι αμφίβολο αν υπήρξε στον δυτικό κόσμο άλλος ποιητής με τέτοιον όγκο δουλειάς. Νομίζω πως ακόμη και ο Νερούντα, που επίσης παρήγαγε ένα τερατωδών διαστάσεων ποιητικό έργο, έγραψε λιγότερα από τον Ρίτσο. Αλλά και τα 2.000 ποιήματα του Του Φου ή τα 2.800 του Πο Τσου Γι, κορυφαίων κινέζων ποιητών της δυναστείας των Τανγκ, είναι λιγότερα από τα ποιήματα του Ρίτσου. Επιπλέον, εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε πρόσθετες δυσκολίες, που οφείλονται στη θεματική και αισθητική πολυμορφία ενός δημιουργού, η καταιγιστική παραγωγή του οποίου καλύπτει πάνω από 60 χρόνια της πνευματικής μας ζωής.
Με τα δεδομένα αυτά, το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει για τον υποψήφιο ανθολόγο του Ρίτσου ­ τι (ελάχιστο) θα πρέπει να ανθολογηθεί ώστε ο αναγνώστης αφενός να σχηματίσει μια γενική εικόνα και αφετέρου να διαβάσει τα καλύτερα ποιήματα ­ δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Δεδομένου μάλιστα ότι η ανθολογία αυτή απευθύνεται εκ των πραγμάτων στους νεότερους αναγνώστες, δεν μπορεί παρά να είναι ούτως ή άλλως μια εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου ή, καλύτερα, ένα έναυσμα ώστε να προστρέξουν, αν έχουν την υπομονή και το βαθύτερο ενδιαφέρον, στο σύνολο του έργου του. Τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα αν όντως ίσχυε αυτό που είχε πει κάποτε ο Πάνος Θασίτης, ότι έχουμε δύο κατηγορίες ποιητών, τους ποιητές εντάσεως και τους ποιητές εκτάσεως, και πως ο Ρίτσος ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Ο Ρίτσος όμως, μολονότι τα κυριότερα έργα του είναι οι μεγάλες συνθέσεις που καλύπτουν στρωματογραφικά εκτεταμένες περιοχές του χώρου και του χρόνου, έχει γράψει και πλήθος ποιήματα ακαριαίων αποτυπώσεων, στα οποία σαφώς διακρίνεται η πρόθεση να μνημειωθεί η στιγμή και να πολωθούν μέσα σε ελάχιστες λέξεις ο χρόνος και η εμπειρία. Επομένως, αν ισχύει η παραπάνω κατηγοριοποίηση, ο Ρίτσος είναι και ποιητής εντάσεως και ποιητής εκτάσεως.
Παρά τις παραπάνω δυσκολίες η Χρύσα Προκοπάκη έκανε μια αξιέπαινη δουλειά. Στο μέτρο του δυνατού έδωσε δείγματα της ποίησης του Ρίτσου από το σύνολο του έργου του παρακολουθώντας την εξέλιξή του από την αρχή ως το τέλος και καλύπτοντας, όσο της επέτρεπε ο χώρος που διέθετε, όλο του το φάσμα. Προσπάθησε ακόμη να συνδυάσει τα αναπόφευκτα δειγματοληπτικά κριτήρια με τα αξιολογικά, αφήνοντας ­ και σωστά ­ εκτός ανθολογίας τα επικαιρικά πολιτικά ποιήματα, χωρίς ωστόσο να κάνει το ίδιο και με τα ποιήματα της εξορίας ενδίδοντας στη μόδα των καιρών που θα τα θεωρούσε παρωχημένα ή και αναχρονιστικά μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και τα όσα ακολούθησαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Φρόντισε επιπλέον να εφοδιάσει το βιβλίο με μια εμπεριστατωμένη και διόλου σχολαστική εισαγωγή, καθώς και με τον απολύτως απαραίτητο αριθμό σημειώσεων στο τέλος, με εργογραφικό σημείωμα και με κατάλογο βιβλίων που έχουν γραφεί για τον ποιητή.

Πολιτική και Αριστερά
Είναι βεβαίως πασίγνωστο ότι ο Ρίτσος έθεσε το ταλέντο του στην υπηρεσία της Αριστεράς και στην υπόθεση της επανάστασης χωρίς ουσιαστικές παλινδρομήσεις, σοβαρές αμφιβολίες, αντιφάσεις και τα σχετικά. (Νομίζω πως το να μιλούμε για «κριτική» του σοβιετικού συστήματος εκ μέρους του Ρίτσου, κριτική που, ακόμη κι αν υπήρξε, ποτέ δεν εκφράστηκε δημόσια, είναι τελείως παραπλανητικό.) Υπήρξε ο επίσημος ποιητής της Αριστεράς, που τον τίμησε όσο κανέναν άλλο τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος. Οπως ήταν αναπόφευκτο, οι τιμές αυτές μέσα στην ταραγμένη πολιτική ιστορία του τόπου μας λειτούργησαν ετεροβαρώς και πάντως εναντίον των κορυφαίων του επιτευγμάτων, των μεγάλων συνθέσεων που απαρτίζουν την Τέταρτη διάσταση. Σήμερα ο νεότερος αναγνώστης απορεί πώς ένας ποιητής που μας έδωσε εκείνο το συγκλονιστικό Νεκρό σπίτι έγραψε έναν τεράστιο ύμνο για τον Νίκο Ζαχαριάδη το 1946 με τίτλο Ο σύντροφός μας. Το ίδιο ισχύει ασφαλώς και για τους κατά παραγγελίαν στίχους που γράφτηκαν από τον Ρίτσο με αφορμή γιορτές, επετείους και κομματικές συγκεντρώσεις, που βρίσκονται συγκεντρωμένοι στον τόμο με τίτλο Τα επικαιρικά. Πεποίθηση, συμβιβασμός, κομματικό καθήκον, ό,τι κι αν δεχθεί κανείς, οι καταδηλώσεις του είδους λειτουργούν εμβόλιμα σε ένα έργο θεμελιακό για τη νεότερη ελληνική ποίηση. Οπως δεν είναι δίκαιο να εξετάζεται η ποίηση του Ρίτσου ερήμην της ιδεολογίας του, έτσι και η κομματική στιχοπλοκία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για έναν ποιητή τέτοιου διαμετρήματος. Και αυτό δεν είναι απλώς μια εκ των υστέρων διαπίστωση, μολονότι δεν ισχύει μόνο για τον Ρίτσο.
Εδώ προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα: Πόσο πολιτικός ποιητής είναι ο κατά βάθος δραματικός και κατ ουσίαν λυρικός Ρίτσος; ­ συναφές με το πόσο πολιτική ήταν η λογοτεχνία που προσπάθησε να επιβάλει ο λεγόμενος σοσιαλιστικός ρεαλισμός και το εθνολαϊκό φολκλόρ που καλλιέργησε το καθεστώς στη Σοβιετική Ενωση και το οποίο μέσω της «διεθνιστικής αλληλεγγύης» το επέβαλε στα κομμουνιστικά κόμματα όλου του κόσμου. Ενα τέτοιο ερώτημα βεβαίως δεν θα ήταν δυνατόν να τεθεί για κάποιον ποιητή σαν τον Μπρεχτ, για τον οποίο ωστόσο η πολιτική στράτευση είναι όχι μόνο σκοπός αλλά και ουσία. Το πλαίσιο, το πολιτικό περιεχόμενο και κυρίως η καλλιτεχνική καταξίωση του έργου αποδεικνύεται και δικαιώνεται στη γλώσσα και τη γραφή του, που, καθώς εύστοχα λέει ο Τζορτζ Στάινερ, προέρχεται κατευθείαν από τη σπαρτιατική γραφή ενός άλλου τύπου επαναστάτη και ανατροπέα, του Λούθηρου. Κρίνοντας κανείς από το γεγονός ότι το σημαντικότερο μέρος του έργου του Ρίτσου, εκείνο που έχει αντέξει στον χρόνο, είναι αυτό στο οποίο οι πολιτικές αναφορές εμφανίζονται ελάχιστα καταδηλωτικές, συμπεραίνει ότι η πραγματική λογοτεχνία λειτουργεί πολύ συχνά πέραν των πεποιθήσεων και κάποτε παρά τα όσα πιστεύει ή ισχυρίζεται ο δημιουργός της.
Οσο κι αν ακούγεται αντιφατικό, χωρίς την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και το ιδεολογικό και πολιτισμικό σοκ που επακολούθησε, τα μείζονα έργα του Ρίτσου, οι μακροί και συγκλονιστικοί μονόλογοι που απαρτίζουν την Τέταρτη διάσταση, ίσως και να μην είχαν αναδειχθεί ως έργα πολύ πάνω και πέραν εκείνων στα οποία οφειλόταν η φήμη του όσο ζούσε, όπως ο Επιτάφιος, η Ρωμιοσύνη, το Καπνισμένο τσουκάλι ή τα Λιανοτράγουδα ­ και όχι μόνον επειδή έχουν μελοποιηθεί.

Το σκοτεινό αριστούργημα
Κανένα από τα παραπάνω διάσημα έργα του Ρίτσου δεν συγκρίνεται κατά τη γνώμη μου με το σκοτεινό αριστούργημα Το νεκρό σπίτι, σάρκωμα της ζωής του, σάγκα του πάθους, της κατάπτωσης και του θανάτου, στοιχειωμένη αλληγορία της παιδικής του ηλικίας, της πτώσης και του δράματος, της τρέλας και της καταστροφής που τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή, του μαύρου κύματος που σε εισάγει κατευθείαν στο υπόγειο βασίλειο των νεκρών. Με το μείζον αυτό έργο η νεοελληνική ποίηση μπορεί να υπερηφανεύεται πως διαθέτει τη δική της νέκυια, τέτοια που δεν συναντά κανείς σε καμιάν άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα, γεμάτη από στίχους απίστευτης ωραιότητας και πάθους, όπως:

Καλώς να ορίσει ο γυάλινος αφέντης με το γυάλινο ξίφος του
στη γυάλινη συμβία του, στα γυάλινα τέκνα του,
στους γυάλινους υπηκόους του, σέρνοντας πίσω του
κοπάδια γυάλινους νεκρούς, γυάλινα λάφυρα, γυάλινες σκλάβες,
γυάλινα τρόπαια. Ας χτυπήσουν λοιπόν οι καμπάνες
από κορφή σε κορφή της φωτιάς τα σινιάλα ας ανάψουν οι βιγλάτορες
για τη γυάλινη νίκη μας.
Ας χτυπήσουν λοιπόν οι καμπάνες ως την άκρη του ορίζοντα.
Κι εσείς, δούλες, τι στέκεστε! Ετοιμάστε
τα γυάλινα φαγιά, τα γυάλινα κρασιά, τα γυάλινα φρούτα
έρχεται ο γυάλινος αφέντης μας. Ερχεται.

Ή ακόμη:

Η αφέντισσα ξέχασε να στολίσει τα παιδιά της. Μπήκε στο λουτρό.
Το γέμισε ζεστό νερό και δεν πλύθηκε. Σε λίγο
κλειδώθηκε στην κάμαρά της και βάφτηκε μες στον καθρέφτη
κόκκινη, κόκκινη, ολοπόρφυρη, σα μάσκα, σα νεκρή, σαν άγαλμα,
σα φόνισσα ή σα σκοτωμένη κιόλας. Κι ο ήλιος βασίλευε πέρα
κίτρινος κι αναμμένος σα μοιχός εστεμμένος,
σα χρυσοποίκιλτος σφετεριστής μιας ξένης εξουσίας,
άγριος απ τη δειλία του κι επίφοβος μέσα στο φόβο του
ενώ οι καμπάνες σήμαιναν αλλόφρονες σ όλη τη χώρα.

Αλλά το Νεκρό σπίτι δεν είναι το μόνο μεγάλο έργο του Ρίτσου. Δίπλα του στέκεται βεβαίως η κατά πολύ γνωστότερη Σονάτα του σεληνόφωτος, όπως και ο Ορέστης, το Οταν έρχεται ο ξένος, Η επιστροφή της Ιφιγένειας. Κοντά τους και οι συλλογές με πιο σύντομα ποιήματα: μεγάλο μέρος από τις Μαρτυρίες, οι Πέτρες, οι Επαναλήψεις, το Κιγκλίδωμα. (Οι τρεις τελευταίες, που εκδόθηκαν το 1972 σε ένα βιβλίο, αποτελούν ένα είδος άτυπης τριλογίας, έναν διάλογο με τον χρόνο, την Ιστορία και τον τόπο, που ζούσε έναν ακόμη αναχρονισμό στη μεταπολεμική του ζωή, το δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών.) Ο ποιητής αντιδρά επιστρατεύοντας έναν λόγο λιτό και υπαινικτικό, καίριο και πικρό, όπως λ.χ. στο παρακάτω θαυμάσιο ποίημα με τον τίτλο Νύχτα:

Ψηλός ευκάλυπτος μ ένα φαρδύ φεγγάρι.
Ενα άστρο τρέμει στο νερό.
Ουρανός άσπρος, ασημένιος.
Πέτρες, γδαρμένες πέτρες ως επάνω.
Ακούστηκε πλάι στα ρηχά
δεύτερο, τρίτο πήδημα ψαριού.
Εκστατική, μεγάλη ορφάνια-ελευθερία.

Ή ακόμη αυτό, από το Διάδρομος και σκάλα, γραμμένο την ίδια περίπου εποχή (1970):

Αδέξια, με χοντρή βελόνα, με χοντρή κλωστή,
ράβει τα κουμπιά στο σακάκι του. Μιλάει μονάχος:
Εφαγες το ψωμί σου; κοιμήθηκες ήσυχα;
μπόρεσες να μιλήσεις; ν απλώσεις το χέρι σου;
θυμήθηκες να κοιτάξεις απ το παράθυρο;
χαμογέλασες στο χτύπημα της πόρτας;
Αν είναι ο θάνατος πάντοτε ­ δεύτερος είναι.
Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη.
Η εκφραστική ολοκλήρωση

Το μεγαλύτερο και το σημαντικότερο μέρος του έργου του ο Γιάννης Ρίτσος μάς το έδωσε τις δεκαετίες του 50, του 60 και του 70, που θα πρέπει να θεωρηθούν ως περίοδος της εκφραστικής του ολοκλήρωσης, στις οποίες διευρύνεται η θεματογραφία του, διαμορφώνεται το ύφος του, που θα παραμείνει λίγο πολύ σταθερό ως τα τελευταία του βιβλία, αυτό της συνομιλίας στην οποία παρεμβαίνουν ποικίλα θαύματα και προκρίνονται ­ ιδιαίτερα στα σύντομα ποιήματα ­ οι μεσαίοι τόνοι, ώστε τα περιστατικά να εμφανίζονται και να σβήνουν μέσα στις φωτοσκιάσεις. Ο «επικός» τόνος που χαρακτηρίζει λ.χ. τη Ρωμιοσύνη τώρα απουσιάζει τελείως. Ακόμη και σε ένα καθαρά πολιτικό ποίημα, όπως Το τερατώδες αριστούργημα (τίτλος φυσικά ειρωνικός), ο Ρίτσος χρησιμοποιεί το ύφος και τον τόνο της καθημερινής συνομιλίας προκειμένου να μας προσφέρει την πνευματική και την καλλιτεχνική του αυτοβιογραφία, όπως επίσης και τον τρόπο με τον οποίο εργαζόταν, τη θεματική του και κατά έναν έμμεσο τρόπο την ποιητική του.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης λέγεται ότι τον οδήγησε σε μια κατάσταση παραίτησης και κατάθλιψης. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο ποιητής, και μάλιστα ο μείζων ποιητής, Γιάννης Ρίτσος έχοντας αφήσει πίσω του ένα έργο-ποταμό, ασύλληπτο στην έκτασή του, αναμετράται πλέον με τον χρόνο, που είναι και ο πραγματικός αντίπαλος του κάθε δημιουργού. Ας μη μας ξεγελά η σιωπή που έπεσε πάνω στο έργο και το όνομά του τα τελευταία χρόνια. Ισως και να ήταν χρήσιμη, προκειμένου να αναδειχθούν και να προβληθούν χωρίς προκαταλήψεις ή προσχήματα τα όντως κορυφαία του επιτεύγματα. Το έργο του είναι άνισο, γεμάτο επιχωματώσεις και ­ αναπόφευκτα ­ επαναλήψεις, αφού ο ίδιος φιλοδόξησε να εκφράσει το μέλλον και μέσα από αυτό το έν και το άπαν. Στο πρόσωπό του η Αριστερά ευτύχησε να αποκτήσει τον μεγάλο της βάρδο. Εκείνο ωστόσο που μετράει σήμερα είναι το γεγονός ότι με τα κορυφαία του έργα ­ που δεν είναι καθόλου λίγα ­ ο Ρίτσος παίρνει δικαιωματικά θέση ανάμεσα στους μεγάλους νεοέλληνες ποιητές.
νια της πνευματικής μας ζωής.


Αναστάσης Βιστωνίτης
ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-01-2001

>