H Λευκαδίτισσα Κωνσταντία Γουρζή είναι η μοναδική Ελληνίδα μαέστρος στην Ευρώπη
Tην συναντήσαμε λίγες ημέρες πριν από την παρουσίαση του CD της από την ECM στην Αθήνα
Πηγή: www.lifo.gr
Από την Αργυρώ Μποζώνη
Στις 27 Νοεμβρίου, η δισκογραφική εταιρεία ECM και η Μικρή Άρκτος θα παρουσιάσει στον Ιανό τη «μουσική για πιάνο και κουαρτέτο εγχόρδων» της Κωνσταντίας Γουρζή, με την ευκαιρία της παγκόσμια έκδοσης του CD από την ΕCΜ Νew Series.
Εικοσιεπτά χρόνια μακριά από την Ελλάδα, η Κωνσταντία Γουρζή είναι η μόνη εν ενεργεία Ελληνίδα διευθυντής ορχήστρας στην Ευρώπη. Την συναντήσαμε λίγες μέρες πριν από την παρουσίαση του CD και μιλήσαμε για τη μουσική και την ακτιβίστικη σχέση που έχει μαζί της.
«Η μουσική με συνεπαίρνει διαρκώς και αυτό ακριβώς δημιουργεί αυτή την ακτιβίστικη σχέση μαζί της», μας λέει. «Αφήνω και ακούω το ένστικτό μου να λειτουργεί σε αυτές τις περιπτώσεις γιατί εαν άφηνα μόνο το μυαλό μου να δώσει απαντήσεις, δε θα προχωρούσα και δε θα τολμούσα να κάνω πολλά πράγματα». Είπα ότι αν διευθύνω στο Ηρώδειο, μετά μπορώ να πεθάνω. Το `95 διηύθυνα τη Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου στο Ηρώδειο και αισθάνθηκα ότι ήμουνα στην κοιλιά του σύμπαντος. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός απ` αυτό, υπήρχε ολοκλήρωση ενέργειας εκεί μέσα. Αισθάνθηκα χωρίς καμία υπερβολή ότι ήμουνα στο κέντρο του κόσμου.
Θυμάστε την πρώτη φορά που είπατε ότι θέλετε να γίνετε μαέστρος;
Λίγο νωρίτερα από αυτό είχα ξεκινήσει να κάνω πιάνο με μια θεία μου. Έβλεπα τα χέρια της που πηγαίνανε γρήγορα και μου φαινόταν αφάνταστο πώς μπορεί να γίνει αυτό και τη θαύμαζα γι’ αυτό το λόγο, ότι κάθεται μπροστά σε ένα όργανο και μπορεί να κάνει έτσι τα χέρια της και να ακούγεται ήχος. Αυτή ήταν η αρχή των σπουδών μου. Μετά πήγα στο Ωδείο και το ένα έφερε το άλλο. Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο είχα πάει με τη μητέρα μου και τον μπαμπά μου στο Ηρώδειο σε μια συναυλία με τον Οζάουα. Και είχα συγκλονιστεί. Ήταν η πρώτη μου εμπειρία. Ήμουνα 14. Και εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι αυτό ήθελα. Να μπω στο Ηρώδειο αλλά όχι σαν πιανίστα. Και μετά από τρία χρόνια, τελείωνα το γυμνάσιο, με είχε πάρει ο Μιχάλης ο Τραυλός σε μία πρόβα με την ΕΡΤ, με την ορχήστρα της ΕΡΤ στη Μεσογείων που διηύθυνε ο Λουκάς Καρυτινός. Και συγκλονίστηκα, το λέω και σήμερα και ανατριχιάζω. Συγκλονίστηκα από τη μαγευτική δυνατότητα να μπορείς να φορμάρεις έναν ήχο. Και είπα δεν υπάρχει τίποτα άλλο, πρέπει να κάνω αυτό. Αυτό ήταν εύκολο ή δύσκολο; Όχι η δική σας απόφαση, το κομμάτι της αποδοχής από τους άλλους. Τότε όλοι μου έλεγαν «πού θα πας εσύ κοριτσάκι με τα γαλλικά σου και το πιάνο σου, «κάτσε εδώ να μαγειρεύεις φασολάκια» και τέτοια. Μιλάμε για ένα χώρο ανδροκρατούμενο και μέχρι σήμερα υπάρχουν ζητήματα γενικώς με τις γυναίκες-μαέστρους. Και όχι μόνο από τους άντρες αλλά και από τις γυναίκες. Είναι μια πολύ λεπτή θέση σε επίπεδο χειρισμών. Με απέτρεψαν. Παρόλα αυτά φτάσατε στο Βερολίνο του 87 για να κάνετε εξετάσεις. Στο Βερολίνο έφτασα με ένα one way εισιτήριο και ελάχιστα χρήματα. Με 75 μάρκα, χωρίς υποτροφία, χωρίς δυνατότητα να έχω χρήματα από την Ελλάδα. Ο Καρυτινός, ο Βουδούρης, ο Τραυλός είχαν κάνει σπουδές στο Βερολίνο. Και μερικές γυναίκες στο πιάνο. Και ξαφνικά έρχεται μία γυναίκα Ελληνίδα, φαινόταν σχεδόν αλλόκοτο και μου είπε κιόλας ένας «Τι θέλετε εδώ πέρα να κάνετε; Γυρίστε στη χώρα σας». Έκανα εξετάσεις, με πήραν στη σύνθεση και έξι μήνες μετά με πήραν και στη διεύθυνση. Με πολύ κόπο γιατί τα μαθήματα αυτά δε τα είχαμε διδαχθεί ποτέ εδώ και υπήρχε και η δυσπιστία ως προς το φύλο. Στο Βερολίνο δεν ήξερα τίποτα άλλο εκτός απ’ το μετρό, από το σπίτι που έμενα και τη σχολή στην οποία μελετούσα όλη την ημέρα. Οι καθηγητές μου έλεγαν πάντα ότι ήμουν η καλύτερή τους μαθήτρια, το έλεγαν στους άλλους, εμένα δε με επαίνεσαν ποτέ. Ήταν μια πολύ σκληρή εκπαίδευση.
Και πως ζούσατε;
Πολύ δύσκολα. Το 88-’89 που ήταν η χρονιά που φοιτούσα και στις δύο σχολές, δούλευα και είπα ή ταν ή επί τας. Ή θα την περάσω αυτή τη χρονιά ή δεν θα αντέξω και θα γυρίσω πίσω. Και πέρασε. Πέρασαν 25 χρόνια. Απίστευτο. Δούλευα γκαρσόνι, έκανα άλλες δουλειές διάφορες και είχα για ένα χρόνο συνέχεια περίοδο. Και υπήρχαν και μεγάλες συγκρούσεις μέσα μου. Πολιτισμικές. Αυτά που είχα στο μυαλό μου από την παιδεία μου εδώ, από την ανατροφή, το ότι η ελληνική οικογένεια σε έχει στα ώπα ώπα, ότι εσύ είσαι ο θεός και δεν υπάρχει κάτι παραπάνω από σένα, εσύ είσαι το ύψιστο, έπρεπε να ξεχαστούν. Ή να μπουν σε άλλη σειρά. Ήσασταν πειθαρχημένο άτομο; Πολύ. Νομίζω και εξαιτίας του ότι πήγαινα σε ένα σχολείο αυστηρό. Έμαθα στην πειθαρχία από μικρή και δεν μου άρεσε ο χώρος ο οποίος δεν με έβαζε σε πειθαρχία. Μπορεί αν δεν πήγαινα εκεί, στο Βερολίνο, να βρισκόμουν στο Παρίσι ή κάπου αλλού και να ήμουν εντελώς διαφορετική. Αλλά αν δεν έχεις πειθαρχία δεν μπορείς να μάθεις, να εκπαιδεύεις τον εαυτό σου για να επιβληθείς.
Ανάμεσα στη διεύθυνση και τη σύνθεση σας ικανοποιεί κάτι περισσότερο;
Το εξώφυλλο του CD Η περίοδος της διεύθυνσης και της σύνθεσης είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η διεύθυνση είναι μία εξωτερική απασχόληση, στην οποία μαθαίνεις τις παρτιτούρες, έχεις ένα ορισμένο χρόνο, πρόβες, συναυλία, τελείωσε. Όταν ξεκινάει η σύνθεση είναι σαν να μπαίνεις σε μία κατακόμβη και κάνεις ανασκαφή. Έχει χρόνο έναρξης, αλλά όταν τελειώνει η παρτιτούρα που έχεις γράψει, εσύ έχεις πάει μέσα και έχεις λερωθεί, έχεις βρει τα απύθμενά σου. Η προσωπική σου περιπέτεια δεν τελειώνει εκεί που έχει τελειώσει η παρτιτούρα, συνεχίζεται. Είναι δύσκολο να συμβαδίζουν διαρκώς και τα δυο, οπότε μαθαίνεις να πηγαίνεις με τον ...αέρα, με το ένστικτο πολλές φορές, γιατί η λογική δε σε οδηγεί σε όλες τις «σωστές» αποφάσεις που έχεις να πάρεις υποχρεωτικά. Αλλά χωρίς το ένα από τα δυο νοιώθω σαν να είμαι με ένα πόδι. Αλληλοσυμπληρώνουν τη μουσική μου έκφραση και μαθαίνω να ακολουθώ το ένα ή το άλλο, ανάλογα με τις εξωτερικές υποχρεώσεις. Όταν είσαι παθιασμένος στη Γερμανία, οι Γερμανοί το σέβονται. Μένουν και σε προσέχουν. Εδώ το πάθος που έχουμε δεν περνάει. Ενώ εκεί το πάθος του Έλληνα, αν συνδυαστεί με την πειθαρχία, περνάει.
Σας είναι αρκετό να έχετε μουσικούς που παίζουν πολύ καλά;
Όχι δε μου φτάνει. Αντελήφθην πολύ σύντομα, μέσω μιας πρώτης συναυλίας που είχα πάει στο Βερολίνο, ότι ενώ έπαιζαν όλοι πολύ καλά και στη σύγχρονη μουσική, δεν αισθάνθηκα ότι μεταξύ τους δονείτο η ενέργεια, έτσι που εγώ να αισθάνομαι καλά. Δηλαδή, ήθελα κάποια καρδιακή και συναισθηματική ανταπόκριση. Απλώς τους θαύμαζα που παίζανε όλοι τόσο καλά πάνω στη σκηνή, αλλά δεν μου ήταν αρκετό. Έτσι φτιάξαμε τότε ένα σύνολο μουσικών όχι μόνο με κριτήριο του πόσο καλά παίζουν αλλά και με το αν ταιριάζουν μεταξύ τους. Επειδή μεταξύ των σωμάτων δημιουργείται η ενέργεια που τελικά το κοινό λαμβάνει. Και επειδή η ενέργεια σου δίνει αυτό το κάτι που σε κάνει να ξεχωρίζεις, το ανεξήγητο. Όπωςκαι παντού έτσι και στη μουσική δε βρισκόμαστε σε στιγμιαίες συναισθηματικές εμπειρίες. Άρα αυτός ο απόηχος που δημιουργείται έχει βέβαια να κάνει με ενέργεια. Και αυτή την ενέργεια πρέπει να την πάρουμε στα σοβαρά. Στην Ελλάδα σκεφθήκατε να γυρίσετε; Να γυρίσω στην Ελλάδα να κάνω τι; Δεν υπήρχε κάποιο πρόσφορο έδαφος. Ήμουν ήδη σε μια διαδικασία. Με το σύνολο αρχίσαμε και κάναμε συναυλίες, είχαμε επιχορήγηση, κάναμε πρότζεκτ, πήρα υποτροφία, ήθελα να μελετήσω τη μουσική σε όλο τον κόσμο και όχι να κάνω κάτι συμβατικό όπως το να γίνω κορεπετίτοραςσε ένα θέατρο, στη συνέχεια βοηθός και είχα τύχη να με πάρουν κιόλας να εργασθώ ως μαέστρος. Εμένα αυτό δε μου λεγε τίποτα, γιατί όλα τα πρότζεκτ που είχα στο μυαλό μου ήταν τόσα πολλά και δυνατά που τα ακολουθούσα.
Και τι αποφασίσατε να κάνετε;
Ήτανε μία περίοδος μεγάλης έντασης. Και κάποια στιγμή αποφάσισα ότι δεν θα ξαναδουλέψω σαν γκαρσόνι, δεν θα ξανακάνω τίποτε άλλο από ό,τι έχει να κάνει με μουσική και ας μην έχω να πληρώσω βούτυρο, και θα δω τι θα συμβεί. Αυτή ήταν η απόφαση που με βοήθησε. Μετά έγινα βοηθός στη φιλαρμονική του Βερολίνου, ήμουνα τέσσερα χρόνια σε όλες τις πρόβες της φιλαρμονικής, κρυμμένη κάτω από τα καθίσματα, διότι πολλοί μαέστροι δεν ήθελαν κανέναν μέσα, μίλαγα με όλους τους μαέστρους, τους έπρηζα με ερωτήσεις, με τις παρτιτούρες, και το ένα έφερε το άλλο. Σήμερα είστε η μοναδική καθηγήτρια σε Ανωτάτη Μουσική Ακαδημία στη Γερμανία, σωστά; Είμαι η μοναδική γυναίκα καθηγήτρια σε Ανώτατη Μουσική Ακαδημία στη Γερμανία, στον τομέα της διεύθυνσης ορχήστρας για μουσική του 20ου και 21ου αιώνα, μία θέση που την είχα στο Βερολίνο, πρώτα στο Ανατολικό Βερολίνο, η οποία ουσιαστικά ήτανε η συνέχεια αυτού που είχα δημιουργήσει σαν φοιτήτρια. Σήμερα έχω αυτή τη θέση στο Μόναχο.
Έχετε αισθανθεί μεγάλη πίεση κατά τη διάρκεια της καριέρας σας;
Επί σειρά ετών υπήρχε μέσα μου η πίεση υποσυνείδητα, να δείξω ότι μπορώ, ότι είμαι Ελληνίδα, ότι είμαι γυναίκα, ότι μπορώ να αναμετρηθώ με όλους. Γιατί πήγαινα από Δανία, με στάση στο Βερολίνο για δύο πρόβες, στο Τελ Αβίβ και μετά την επόμενη εβδομάδα αλλού και έλεγα «θα τα καταφέρω όλα». Το 2006 είχα ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, το ερχόμενη από Πάτρα, από μια συναυλία. Έπεσα στο γκρεμό, είχε λάδια ο δρόμος και ψιλοέβρεχε και ήταν η τομή της ζωής μου. Είπα ότι «από τώρα και στο εξής πρέπει να κάνω πράγματα αλλιώς». Έχω περάσει αυτή την περίοδο του να είσαι σε μία έκσταση περφεξιονισμού, που αισθανόμουν και εγώ η ίδια ότι ήταν υπερβολικό. Και είπα τέρμα οι πιέσεις και έγινε μια εσωτερική διεργασία σχεδόν αυτομάτως. Με βοήθησε αυτό το ατύχημα επειδή είπα «όχι, στο χρόνο που μου μένει δε μπορεί να σκέφτομαι βλακείες». Και έτσι οδηγήθηκα στο να έχω σύνεση και ισορροπία. Και αν αισθανθώ ότι πραγματικά δεν μπορώ, το σταματάω. Και είμαι σε αυτή τη διαδικασία.
Υπάρχει ένα μέρος του κόσμου που θέλατε να διευθύνετε;
Το Ηρώδειο. Είπα ότι αν διευθύνω στο Ηρώδειο, μετά μπορώ να πεθάνω. Το ’95 διηύθυνα τη Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου στο Ηρώδειο και αισθάνθηκα ότι ήμουνα στην κοιλιά του σύμπαντος. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός απ’ αυτό, υπήρχε ολοκλήρωση ενέργειας εκεί μέσα. Δεν το έχω συναισθανθεί ποτέ, πουθενά, σε κανένα χώρο. Αισθάνθηκα χωρίς καμία υπερβολή ότι ήμουνα στο κέντρο του κόσμου. Ο Αμπάντο ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος σε πολλά πράγματα αντιδρούσε σαν παιδί. Μπορεί να σε βασάνιζε. Στις πρόβες όμως σε άφηνε και ο καθένας έβρισκε τον εαυτό του. Υπήρχαν περίοδοι που είχα θυμώσει πολύ μαζί του γιατί είμαι υπερήφανος άνθρωπος. Όμως δεν μπορείς να τα εξηγήσεις όλα τη στιγμή που συμβαίνουν
Ποιον μαέστρο θαυμάζετε περισσότερο;
Τον Carlos Kleiber, γιατί συνδυάζει υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη, ανθρώπινη συμπεριφορά απέναντι στο αντικείμενό του και είναι αυθόρμητος στη στάση του απέναντι στην πρόβα. Είναι μέσα σε αυτό που κάνει εκατό τις εκατό. Και από τους δασκάλους σας; Τον Claudio Abaddo, ήμουνα και βοηθός του. Αγαπηθήκαμε, μισηθήκαμε, αλλά πάντα συναντιόμασταν, μέχρι το τέλος. Στην τελευταία του συναυλία στο Βερολίνο ήμασταν μαζί, εγώ σαν μαέστρος της χορωδίας και ήμουν δίπλα του, μαζί του, σαν δεύτερος μαέστρος πάνω στη σκηνή. Ο Αμπάντο ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος σε πολλά πράγματα αντιδρούσε σαν παιδί. Μπορεί να σε βασάνιζε. Στις πρόβες όμως σε άφηνε και ο καθένας έβρισκε τον εαυτό του. Υπήρχαν περίοδοι που είχα θυμώσει πολύ μαζί του γιατί είμαι υπερήφανος άνθρωπος. Όμως δεν μπορείς να τα εξηγήσεις όλα τη στιγμή που συμβαίνουν. Χρειάζεται ένας πάρα πολύ μεγάλος χρόνος και τύχη για να μπορείς να συλλάβεις μία απάντηση. Δηλαδή, έχεις ένα κλειδί και μπορεί να σου δοθεί η κλειδαριά και να δεις ότι είναι το σωστό, αυτό που ταιριάζει. Το CD σας κυκλοφόρησε από την ECM, το «Μουσική για κουαρτέτο εγχόρδων και πιάνου».
Τι συμπεριλαμβάνει;
Να σας πρώτα από όλα ότι αυτή η κυκλοφορία από μια τέτοια εταιρεία είναι μια διεθνής καταχώρηση μουσική και κάνει ένα μουσικό να αισθάνεται διαφορετικά. Στο CD αυτό υπάρχουν έργα που έχουν μεταξύ τους απόσταση 17 χρόνων αλλά είναι έτσι βαλμένα σε τέτοια σειρά, ώστε να δημιουργούν ένα ολοκληρωμένο έργο. Και με αυτό το CD κλείνει ένας κύκλος μουσικός προσωπικός μου και ανοίγει ένας άλλος. Θα μου πείτε μια διαφορά ανάμεσα στην Γερμανία και την Ελλάδα η οποία είναι καθοριστική για εσάς; Όταν είσαι παθιασμένος στη Γερμανία, οι Γερμανοί το σέβονται. Μένουν και σε προσέχουν. Εδώ το πάθος που έχουμε δεν περνάει. Ενώ εκεί το πάθος του Έλληνα, αν συνδυαστεί με την πειθαρχία, περνάει. Πριν από λίγο καιρό σταμάτησα να κοιτάζω την Ελλάδα μετωπικά, με την καρδιά μου και με τα μάτια μου όπως κοίταζα κάποτε για να βυζάξω και εγώ -γιατί είμαστε ακόμα στη θηλαστική περίοδο- και αποφάσισα να γυρίσω την πλάτη μου αλλά την πλάτη όχι με περιφρόνηση, την πλάτη μου με τα μάτια του μαέστρου, με ευαισθησία και σεβασμό απέναντι στον ελληνισμό και να κοιτάξω σαν Ελληνίδα τον κόσμο ολόκληρο. Αυτός είναι ο δρόμος.
2014-11-26