Εκδήλωση στη Δημόσια Βιβλιοθήκη για την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου

2 Απριλίου 2015 Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου
Παραμύθια λέγονταν στο παρελθόν και εξακολουθούν να λέγονται και σήμερα. Και λέγονται γιατί ακούγονται, γιατί κάτι σ` αυτά είναι τόσο γοητευτικό και συνάμα τόσο δυνατό που ούτε το πέρασμα του χρόνου, ούτε οι ριζικές αλλαγές στον τρόπο ζωής των ανθρώπων μπορεί να τα σβήσει. Κι όμως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, τα παραμύθια είναι τόσο περιορισμένα, ένα μάτσο μοτίβα βαλμένα κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Και ταυτόχρονα τόσο άναρχα. Οτιδήποτε μέσα σ` αυτά μπορεί να εκδηλώσει μια μαγική ικανότητα και να την απολέσει οποιαδήποτε στιγμή, αρκεί αυτό να βολεύει τον παραμυθά και την εξέλιξη του μύθου. Ζώα και πράγματα μιλούν ή συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι, μαγικοί βοηθοί εμφανίζονται κι εξαφανίζονται χωρίς προειδοποίηση και πάντα την κατάλληλη στιγμή, νεράιδες και βασιλοπούλες, χωρίς παρελθόν, χωρίς ξέχωρη ζωή, υπάρχουν, θαρρείς, μόνο και μόνο για να σωθούν από τον ήρωα, αν κι από κει και πέρα μπορεί να αναπτύξουν αυτόνομη δράση. Τα γεωγραφικά και χρονικά όρια είναι όχι απλώς ασαφή, αλλά, ουσιαστικά, παντελώς απόντα.
Ίσως, όμως, αυτή τους η ιδιαιτερότητα να είναι και η μαγεία τους. Μου φαίνονται κάπως σαν την ιδανική αγάπη των γονιών, που είναι απέραντη, χωρίς όρους, αλλά με αυστηρά και σαφή όρια. Τα παραμύθια παρηγορούν, κανακεύουν, διαβεβαιώνουν πως όλα θα πάνε καλά. Οι ήρωές τους είναι αντιμέτωποι με τις πιο σκληρές καταστάσεις: φτώχια, ορφάνια, απώλεια, αρρώστια, κακομεταχείριση, σκλαβιά, εξορία. Η ζωή τους είναι δύσκολη, όπως και η δική μας βιοτική, του καθενός μας με τον τρόπο της, είναι δύσκολη. Τα παραμύθια μιλούν ανοιχτά γι` αυτό που εμείς κρύβουμε, πολλές φορές ακόμη κι από τον ίδιο μας τον εαυτό, μιλάνε σ` εμάς για εμάς, χρησιμοποιούν ένα σωρό απίθανες καταστάσεις για να μας πουν την αλήθεια. Το κακό υπάρχει και το παραμύθι το αντικρίζει κατάματα, δεν το κρύβει, δεν το ωραιοποιεί, δεν το αποδυναμώνει. Το αναγνωρίζει, όπως κι εμείς το αναγνωρίζουμε μες στη ζωή μας, στην καθημερινότητα γύρω μας. Το αναγνωρίζει για να μπορέσει να το νικήσει, δείχνοντάς μας πως, όπως είναι αληθινή η δύναμή του, έτσι αληθινή μπορεί να είναι και η εκμηδένισή του.
Κι εκεί, νομίζω, ουσιαστικά συγκλίνουν τα παραδοσιακά παραμύθια, τα παραμύθια της ανθρωπότητας, με τα λογοτεχνικά παραμύθια αυτά που καταφέρνουν να αποκτήσουν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά των ανθρώπων. Στο ό,τι αναγνωρίζουν την ύπαρξη του πόνου, αλλά δεν του επιτρέπουν να δράσει ανασταλτικά, παρά πατούν πάνω του για να δείξουν πόσο λαμπρή και πόσο σπουδαία είναι η μαγεία της ζωής.
Ο Άντερσεν έγραψε τα παραμύθια του μες στη φτώχια, ο Στίβενσον μες στην αρρώστια. Ο Μπάρι έγραψε τον Πήτερ Παν για χάρη ενός ορφανού αγοριού, όπως κι ο Λιούις τη Νάρνιά του. Ο Τόλκιν εμπνεύστηκε το Χόμπιτ στρατιώτης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Νταλ έμεινε κουτσός στον Δεύτερο. Ο Εξιπερί έγραψε το Μικρό Πρίγκιπα για έναν φίλο του Εβραίο, διωκόμενο από το ναζιστικό καθεστώς στη Γαλλία. Όλοι τους κοιτούσαν κατάματα τη ζωή και έγραφαν αυτό που έβλεπαν: την αλήθεια.
Έγραφαν παραμύθια.
Αναστασία Δεληγιάννη
(άρθρο στο ηλεκτρονικό Φρέαρ).

22:16:40

2015-03-31