Το όνειρο του Γιώργου

Του Παν. Αν. Ροντογιάννη

Επήρα ένα κατήφορο στην άκρη απ`το ποτάμι,

έκοψα και καβάλησα ένα μακρύ καλάμι

κι έκανα τον πρωθυπουργό στου Όλυμπου τη χώρα,

μα φαίνεται πως ήτανε η πιο κακιά μου ώρα.

Με πήρε ο κατήφορος, στενό το μονοπάτι

και γρήγορα τσακίστηκε το καλαμένιο μου άτι,

ο ποταμός αγρίεψε κι εφούσκωνε ολοένα,

το άλογο παράσυρε, με άρπαξε κι εμένα.

Να κολυμπώ δεν ήξερα, εφώναζα ``βοήθεια``

και με χτυπούσε το νερό στα κρύα αγριολίθια.

Μα ξάφνου εκεί που χάνομουν, μ`αρπάζει ένα χέρι,

εχάρηκα πως μ`έσωσε...μα έγινε μαχαίρι

κι εκεί επάνω ξύπνησα.Ξήγα το μάνα μ`τ`όνειρο.

Μάνα-Τι να ξηγήσω, αγόρι μου, που λίγο είσαι κι απόνηρο.

Γιατί αν ήσουν πονηρός κι αμέσως δε ξυπνούσες

θα έβλεπες το ΔουΝουΤού στο χέρι που κρατούσες.

Όσοι τον τόπο έσπρωξαν να πάει στη κατηφόρα

μόνο εφιάλτες θα`ρχονται στα όνειρά τους τώρα.

Γιώργος-Μά μάδερ μου το Διεθνές Ταμείο ήταν σωτήρας μου.

Μάνα-Αν ήταν και τι γίνεται...εγώ νίπτω τας χείρας μου.

Σκέψου την παροιμία μας, που σου`λεγε ο παππούς:

Δε βρίσκεις πάντα πρόβατα όπου κουδούνια ακούς.

 

Γιώργος-Δεν το εξήγησες καλά, θα δω σ`ονειροκρίτη,

που είχε φέρει η μια κυρά  στου φάδερ μου το σπίτι.

 

Στο λήμμα ``χέρι``διάβασε:Αν είν`κλειστό το χέρι,

με τοκογλύφο μπλέξατε, θα φάει και το κεμέρι.

Αν η παλάμη είν`ανοιχτή και δείχνει την πεντάδα

για μούντζα τότε πρόκειται....-Μουντζών`όλη η Ελλάδα

και νόμιζες πως χαιρετά

που είπες, υπάρχουνε λεφτά.

22:55:04

2015-06-14