Οι αιωνόβιοι

Οι αιωνόβιοι

Του Πάνου Ανδρέα Ροντογιάννη

Στο χωριό το Κρυονέρι,

έξω από`να μαγαζί,

αραγμένοι`ναι τρεις γέροι.

Οι δυο κάθονται μαζί

και παράμερα ο άλλος

που φαινόταν πιο μεγάλος.

Πλησιάζω κι ερωτώ

να μου πουν για τη ζωή τους,

ηλικία και πιοτό

και κυρίως την τροφή τους.

Πρώτος  γέρος

-Είμαι του Βόλου γέννημα, της Θεσσαλίας θρέμα

και έσκαβα με το τσαπί  τη μέρα ένα στρέμα.

Με τα ποδάρια γύρισα τον Κίσσαβο και Πήλιο

και με τα χιόνια και βροχή και πυρωμένο ήλιο.

Ποτέ ψωμί δε χόρτασα, κρεμμύδι είχα προσφάι

και το τυρί μου τ`άφηνα η σύζυγος να φάει.

Είναι το σώμα μου γερό, τα δόντια  σχεδόν όλα

κι αν τύχει κάποτε και που μασώ και μια μπριζόλα.

-Το βλέπω, στέκεσαι καλά, μα πόσα έχεις χρόνια;

-Τα χρόνια μου είναι εκατό κι εικοσιδυό τ`αγγόνια.

Δεύτερος γέρος

-Εγώ`μαι  βλάχος κι έβοσκα όλη τη μέρα γίδια,

τροφή είχα το ξινόγαλο, ψωμάκι και τσουκνίδια.

Ποτέ τσαπί δεν έπιασα, μα όργωνα μονάχα

της γυναικός μου τον αγρό που`ταν κι εκείνη βλάχα.

Και το κρασί μου το`πινα, έστριβα και τσιγάρο,

μα χθες μου είπε ο γιατρός να μη ξαναφουμάρω.

-Και πόσα χρόνια κουβαλάς στις πλάτες σου παππόυλη;

-Έναν αιώνα στην καρδιά, στη πλάτη το σακκούλι

γιομάτο με ξινόγαλο, γιατί δεν έχω δόντι

και  άκου..., σου`πε ψέματα το άλλο το γερόντι,

που διπλομάσελο φορά και κάποτε το βγάνει,

φταρνίζεται.. και λησμονά κατόπιν πού το βάνει.

Τρίτος γέρος

-Εγώ φαΐ εχόρτασα, παράπονο δεν έχω,

μα τελευταία δε μπορώ, τι έχω δεν κατέχω.

Μπιφτέκια έφαγα πολλά από τρελό μοσχάρι,

ποτέ μου δε στερήθηκα γριππώδες πετεινάρι,

το κοκορέτσι μπούχτισα, μυαλά, σηκώτια, σπλήνες,

γλυκάδια, αμελέτητα γιομάτα διοξίνες,

ήπια και το απόλαψα με γλώσσα και με χείλια,

ροζέ κρασάκι χημικό και όχι από σταφύλια

και πλήρεις νοστιμότατες τροφές συσκευασμένες

με ορυκτοηλιέλαιο καλά εμπλουτισμένες.

Είναι πολύ τονωτικές βοηθάνε τη χολή

γι`αυτό τις τρώει κι ο υπουργός που σκέφτεται πολύ.

Νά`ναι καλά οι χημικοί στα προηγμένα κράτη,

που πάντα σκέφτονται για εμάς, πώς να`μαστε χορτάτοι.

Και τη γυναίκα χόρτασα δυο-τρεις φορές τη μέρα

το πρώτο τα χαράμματα, το τρίτο την εσπέρα.

Μα τελευταία η όρεξη μου έχει πια κοπεί

κι αδυναμία αισθάνομαι σε όλο το κορμί.

Ίσως θα πρέπει να βρεθώ σε νοσηλείας χώρο,

γι`αυτό ο πάππούς μου κάλεσε να`ρθεί τ`ασθενοφόρο.

-Τι λες παππού, έχεις παππού;-Αμ πώς θα ζω ;Μονάχος;

Είν` ο παππούς, που μίλησε  πρωτύτερα, ο βλάχος.

-Και πόσα είναι τα χρόνια σου που χόρτασες τα πάντα;

-Τα`κοσιοχτώ  μου τα`κλεισα... και πάω για τα τριάντα!