
Το κορίτσι με το τατουάζ του Ντέιβιντ Φίντσερ στον δημ. κινηματογράφο Απόλλων
Ο Σουηδός συγγραφέας Στιγκ Λάρσον έγραψε το 2005 το «Κορίτσι με το τατουάζ», μυθιστόρημα το οποίο έγινε γρήγορα επιτυχία σε όλη την Ευρώπη. Λίγα χρόνια μετά, ο σκηνοθέτης Νιλς Άρντεν Όπλεφ, επίσης Σουηδός, αποφάσισε να το μεταφέρει στον κινηματογράφο, όπου και πάλι γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Τότε το ανακάλυψε κι η Αμερική, κι οι αμερικανοί παραγωγοί, όπως συχνά κάνουν, θέλησαν να το μεταφέρουν ξανά στη μεγάλη οθόνη, στη δική τους όμως γλώσσα. Τη σκηνοθεσία ανέθεσαν στο χαρισματικό (αλλά άνισο) Ντέιβιντ Φίντσερ.
Ο πυρήνας της ιστορίας, τόσο στο χαρτί όσο και στην οθόνη, είναι το κορίτσι του τίτλου. Η Λίσμπετ, μία 23χρονη ιδιωτική ερευνήτρια παράδοξων μεθόδων, αναλαμβάνει να παρακολουθήσει τον Μίκελ, έναν έντιμο δημοσιογράφο που βρίσκεται άδικα μπλεγμένος σε ένα οικονομικοπολιτικό σκάνδαλο. Ο Μίκελ, αν και με πληγωμένο το επαγγελματικό και το προσωπικό του κύρος, καλείται να ερευνήσει μία άλλη σκοτεινή ιστορία, τη μυστηριώδη εξαφάνιση μιας γυναίκας πριν από 40 χρόνια. Η τελευταία φέρνει κοντά τους δύο ήρωες, οι οποίοι, δημιουργώντας ένα φαινομενικά παράταιρο ντουέτο, ενώνουν τις δυνάμεις τους για να λύσουν το μυστήριο και καταλήγουν να ψάχνουν έναν κατά συρροή δολοφόνο.
Ο Φίντσερ μεταφέρει πιστά το μυθιστόρημα του Λάρσον, ένα θρίλερ γεμάτο ανατροπές και με πολλαπλά επίπεδα, πολιτικά και κοινωνικά. Η σύγκριση του κινηματογραφικού του έργου με το βιβλίο δεν έχει κανένα νόημα, είναι, ωστόσο, αναπόφευκτη με την ταινία που έχει προηγηθεί. Το σουηδικό φιλμ είναι σίγουρα πιο συνεπές και πιο ολοκληρωμένο, αν και ο αμερικανός σκηνοθέτης αποφεύγει τα κενά και τις ανακρίβειες που υπήρχαν σε αυτό. Ο Φίντσερ τοποθετεί τους ήρωές του σε πραγματικό σουηδικό τοπίο να μιλούν αγγλικά με σουηδική προφορά – ένα ρίσκο που παίρνει και τελικά δεν τον προδίδει.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, είναι γνωστό, γοητεύεται από σκοτεινές ιστορίες, πολύπλοκους χαρακτήρες και συχνά από σκληρούς serial killers. Στην τελευταία του, όμως, ταινία απουσιάζουν και η εσωτερικότητα του Zodiac και η συνέπεια κι η καθαρότητα του Seven. Η πρόθεσή του Φίντσερ να δημιουργήσει μια σκοτεινή ταινία είναι σαφής, αλλά τα μέσα που χρησιμοποιεί δε λειτουργούν. Για να γίνει μια ταινία σκοτεινή δεν αρκούν ούτε το industrial soundtrack ούτε οι στυλιστικές επιλογές της πρωταγωνίστριας. Έτσι, η ταινία του Φίντσερ (σε αντίθεση με την σουηδική εκδοχή της) είναι μία μάλλον αναμενόμενη ταινία, όπου ο θαρραλέος δημοσιογράφος και η πληγωμένη (γι’ αυτό και αμείλικτα σκληρή) νεαρή κυνηγούν τους κακούς πλούσιους παράγοντες • η λύση του μυστηρίου δεν φαίνεται να ενδιαφέρει πολύ. Η αλήθεια είναι πως ο Φίντσερ δεν έχει το χρόνο να ξετυλίξει σωστά την ιστορία του, γιατί έχει πολλά να παρουσιάσει: ένα πυκνό και πολυπρόσωπο σενάριο, δύο πολύπλοκους κεντρικούς χαρακτήρες, αλλά κι έναν τρίτο, αυτόν του δολοφόνου. Τα παρουσιάζει λοιπόν όλα αυτά, και μάλιστα με μαεστρία και ακρίβεια, ωστόσο τα προσεγγίζει μόνο επιφανειακά. Καταφεύγει συχνά σε ευκολίες που αφήνουν μετέωρους και τους χαρακτήρες και την πλοκή. Εύστοχες είναι, εντούτοις, οι συχνές στιγμές χιούμορ και σαρκασμού της ταινίας, συνήθως από τα χείλη της πρωταγωνίστριας.
Η Λίσμπετ είναι μια ηρωίδα περίεργα γοητευτική και εύθραυστα επικίνδυνη. Ισορροπεί μεταξύ της τρέλας και της αλήθειας, της σκληρότητας και της τρυφερότητας. Είναι ταυτόχρονα παιδί και ενήλικας, γυναίκα και άνδρας. Δεν επιλέγει ποτέ τί είναι, μονάχα μεταμορφώνεται ανάλογα με τις συνθήκες, ή, ορθότερα, προσαρμόζεται έμπειρα σε αυτές. Η Μάρα την υποδύεται σωστά, αλλά δε δίνει στο ρόλο το βάθος που του αξίζει. Απλά επαρκής είναι και ο Κρεγκ, σε ένα ρόλο χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι απλώς ένας θετικός ήρωας χωρίς εξέλιξη, ένας άνθρωπος της εποχής του, που περιφέρει με χάρη το καλογυμνασμένο του κορμί. Στην ταινία του Όπλεφ, οι δύο χαρακτήρες είναι σαφώς ανώτεροι. Ο Μίκελ αποκαλύπτεται σταδιακά, ενώ η Λίσμπετ, αποτελεί ένα από τα πιο σεξουαλικά πλάσματα που έχουμε δει τελευταία στην οθόνη.
Επιστρέφοντας στην αμερικανική ταινία, το τέλος της είναι μάλλον απογοητευτικό. Αν κι ο Φίντσερ κατορθώνει να κάνει μια μεγάλη σε διάρκεια ταινία χωρίς να κουράσει καθόλου, δίνει ένα τέλος εύκολο, που απλώς προετοιμάζει το θεατή για το sequel. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι ο σκηνοθέτης και οι πρωταγωνιστές του έχουν δεσμευτεί να ξανασυνεργαστούν για τα δύο υπόλοιπα μέρη της τριλογίας του συγγραφέα.
Παρασκευή 23, Σάββατο 24, Κυριακή 25 και Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012 στον Δημοτικό Κινηματογράφο Απόλλων. Ώρες προβολής: 19.00 &21.30
Σενάριο: Στίβεν Ζαϊλίαν
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Φίντσερ
Δ. Φωτογραφίας: Τζεφ Κρόνρνγουεθ
Πρωταγωνιστούν: Ρούνει Μάρα, Ντάνιελ Κρεγκ, Στέλαν Σκάρσγκαρντ
Χώρα: Η.Π.Α.
Διάρκεια: 158’
Ετος: 2011
Εταιρεία Διανομής: FΕELGOOD ENTERTAINMENT
culturenow.gr
2012-03-23