Ο Μπάμπης και ο Θεόφιλος
Γράφει ο Ηλίας Γεωργάκης
Με τον Μπάμπη τον Γούρμο και τον Θεόφιλο τον Μπατιάλη, παρόλο που έχουμε διαφορετικές ηλικίες, ζούμε στον ιδιο κόσμο. Το κόσμο της ιδιαιτερότητας των μπρανέλων. Κι όταν είχα γράψει σε ενα ποίημα μου για τη ``φυλή των μπρανέλων`` επιμένω- ακόμη και σήμερα -οτι δεν πρόκειται για υπερβολή. «... έλα στο «Πάνθεον» / λοιπόν / στο πανηγύρι / των τρελών / μη μένεις έξω. / Σάμπα, μαζούρκα / και ταγκό / νύχτες που / σβήνουν στο χορό / θα λαχταρήσω... /... εδώ δε νοιώθεις / μοναχός / είναι το κέφι οδηγός / γύρισε πίσω... /... Κι όταν θα έρθει / το πρωί / των μπουρανέλων / η φυλή /θα σου μιλήσει...».
Οι μπρανέλοι(αυτοί που έμειναν ή αυτοι που τους ακολουθούν) ειναι διαφορετικοί χαρακτήρες, μοναδικοί, αξεπέραστοι, ελκυστικοί. Το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, η διαφορετική προσέγγιση της ζωής, ο ιδιόρρυθμος τρόπος σκέψης αποτελούν τα `συστατικά` που χαρακτηρίζουν τους μπρανέλους.`" `Η Λευκάς κύριε έχει 25.000 ηθοποιούς``, απάντησε κάποτε ο Σπύρος Φίλιππας -Παναγος στον αείμνηστο Φρέντι Γερμανό όταν αυτός είχε μεινει έκπληκτος με το Λευκαδίτικο πνεύμα.
Λοιπον, τον Μπαμπίνο και τον Τεό, τους απολαμβάνω κάθε φορά που έρχομαι στη Λευκάδα. Θαυμάζω το μοναδικό τους χιούμορ. Ενα χιούμορ που σε οδηγεί να ξεφύγεις(εστω για λίγο) από την άναρθρη καθημερινότητα της κρίσης, της μιζέριας και της κατάθλιψης. Ο Μπάμπης και ο Θεόφιλος κινούνται ανάμεσα στο χαχανητό του Κοκονιώρου και στα αμπαλί στου Πάλλα. Βηματίζουν στα φαρομανητά του ΄`Πανθεον` και στις ποικιλίες του μπάρμα-Αντρέα. Και δεν μπορούν να ξεφύγουν απ΄τις παράγκες του Αη Γιάννη και στο μπιλιάρδο του Μουτρούκαλη γιατι ειναι εραστές στην ηδονή των αναμνήσεων. Βρίσκονται ακόμη με την κονσομουλαρία στην Αγια Κάρα και ακολουθούν στο τάραμα τη `Διάνα`. Ειναι αλήθεια. Οσο και αν τους κουβεντιάζεις τόσο περισσότερο σε παρασέρνουν, σαν τον γλυκό μαίστρο στο Κάστρο. Και σε ταξιδεύουν. Με αφηγήσεις, φάρσες, παλιές ιστορίες. Με το χιούμορ πάντα κοινό παρονομαστή. Εχουν και οι δύο τον τρόπο τους και σε γυρίζουν πίσω. Στην χρυσή εποχή της παλιάς Λευκάδας. Με τον Αντρέα τον Όπερα ή Ριγολέτο, τον αξέχαστο Βούλη Βρεττό, τον Μπολσεβίκο, το Ζακχαίο, τον Σεραφείμ, το φοβερό Ζαχαρή με τις φάρσες του, το Γιάννη το Δεσύλα, τον Άγγελο τον παταλέα, τον Σπυραντώνη το Νιόνιο τον Πατσά. Ατέλειωτη η λiστα: ο Σπύρος Φιλιππας- Πανάγος, ο Μαλιαρής, ο Τσίνας, ο Ερμoλαος Σκεπετάρης, ο Κονίας, ο Μαλακάσης, ο Γιάννης Αθηνιωτης, ο Λίζας, ο Μπαμπάρος, ο Μούρτας, ο Κορομλέος, ο Πάπιος( με το ιστορικό καφενείο στην Κουζουντελη), ο Πούλος, ο Μπολσεβίκος, ο Νιόνιος ο Σοροκρασής, ο Μπατίστας, ο Κλίνιας, o Κεφάλας, ο Καρύδης(΄΄ω δρόμο πατέρα΄΄), ο Λιώρης με την παράγκα του, ο Κοτσώλος, ο Αντωνης Κανιός, ο καθηγητής Μανούδης, ο Γιάννης ο Σπρομήλιος, ο Νικος ο Μανιώρος, ο Φωτάκιας, ο Χαμπέος, ο Καρκαλίτσος, ο Λέτσος, ο Τζεβελέκης, ο Κουφάκιας, ο πατέρας μου ο Πάνος ο Λαμπούρης. Και τόσοι άλλοι. Ήταν η εποχή που έβγαιναν τα χάβαρα στο Κάστρο, οι αυγωμενοι παγούροι στο Ιβάρι, η ψιλή γαρίδα και οι καποσάντες, πριν τους εξαφανίσει η μόλυνση. Με το πέραμα της Βέρας, τις αλυκές και τα μονόξυλα. Ο ``Γλάρος``΄, η ΄`Λουτσίντα``, το ``Πάτραι`` και η ΄Πύλαρος`. Ο Κουτσινής, ο Μπελεμές, ο Μουτρούκαλης. Τα κουρεία με τα μαντολάτα και τα μονά -ζυγά. Ο Κουφάκιας με τον περιφημο πατσά. Ηταν η η εποχή που το αμπαλί σημαδευε την ιδιαιτερότητα της Λευκάδας. Ο Γιάννης ο Κάλιας, ο Αλέκος Μπουρσινός, ο ανεπανάληπτος Σπύρος Ανυφαντής(Μπρούμης), ο Γαγάς, ο Τασος Βαγενάς, ο Χρηστος Τετράδης, ο Κώστας Ματαράγκας, ο Τασος Δρακόπουλος, ο Πάνος Καραβίας-Κοντοπίθιας, ο Φάνης Ανυφαντής(Μπρούμης), ο Νικος Σάντας, ο Νικος Κατωχιανός -Σφυρής, ο Μεμάς Τζεφρώνης-Αλογος, ο Βασίλης Κάλλιας, ο Φανούρης Μήτσουρας και τόσοι άλλοι
Μαζι με την αγάπη μου και τις ευχές μου για υγεία -δύναμη και γέλιο, τους αφιερώνω δυο ποιήματα. Το πρώτο του μεγάλου Κώστα Βαλαμόντε και το δεύτερο ενα δικό μου:
ΛΕΥΚΑΔΑ (του ΚΩΣΤΑ ΒΑΛΑΜΟΝΤΕ-1911-1998).
Ω, Σύ παραπόδας Ενετού ανόγραμμα της Σικελίας Μέτωπο
Λευκάδα κλαδωτή από πολυελαίους φωτοσκιάσεων.
Σου έφερα τον ωκεανογράφο του ορίζοντα
να αστραπογράψει μυριόηχος ο Νομοπλάστης.
Να η όαση του κάμπου Σου στη δίψα της ερήμου.
Να οι προτομές που χειροτόνησαν οι ίσκιοι Σου.
Εσύ Βυζαντίου ανάγνωσμα, ορθοπτέρυγου Φανερωμένης.
Το κάποτε της ζωής μου το ζωηφόρο σώσμα.
Πόσων γενιών πατήματα εφώλιασαν στις σκέπες Σου.
Ζευγολάτης εφύτευσε αντρότητες στις πόρτες Σου Νησί,
γιατί του αγαπώ μαζί γεννήθηκαν οι χρόνοι απ` το δρόμο Σου
ηρωθεόρατος Οδυσσεολόγος είσαι γενέτειρα μου.
Απαλός αγέρας Ιόνιος στο κάθισμα της μάνας
πριν γεννηθεί το σήμερα εβύζαξε ο κόρφος Σου
να σκάψει τη λιθιά γονατισμένη στο ντύσιμο του Φάρου
Μέσα στα πλοία του αντίλαλου πολύχρωμες σημαίες.
Βωμός απ` το Λευκάτα η στεριά νίβει τα μνημεία,
Ο θρόνος της Σαπφούς στην άβυσσο του γαλάζιου.
Η γέννα σου το Κάστρο και η μήτρα σου τα ύψη.
Η σταυρωμένη πέτρα του αετού πίνακας του νού μου.
AΠΕΝΑΝΤΙ (του ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ-αφιερωμένο στη Βέρα για τα ατέλειωτα ταξίδια που μας χάρισε).
Xόρευε η βροχή πάνω στα τζάμια
σύννεφα σκεπάσανε τη Λάμια,
βαρύ αστραποβρόντι απ΄τη Γύρα
ξεθύμανε στους Μύλους η αλμύρα.
Τρεμόσβυνε στο Κάστρο το φανάρι
ανέβηκε ο 'Ορφέας' στο πατάρι,
διάλεξη σκαρώνει ο Κοκονιώρος
σαρώνει τα αυλάκια ο Μανιώρος.
Πάμε απέναντι ρε Βέρα
για να βρούμε τα παιδιά
η ζωή ειναι μια σφαίρα
ποτέ πίσω δεν γυρνά.
Πάμε με το πυροφάνι
το καμάκι, τη συρτή
μακροβούτια στο μουράγιο
και στου 'Πάπιου' δηλωτή.
Κι απόψε στον παράδεισο του 'Μύτα'
έρωτες και πάθη όλα πίτα,
χέρια που απλώνονται θα ψάξω
με φίλους στου 'Μουτρούκαλη' θ΄αράξω.
'Απόλλωνας' και 'Πάνθεον' στη σκέψη
όνειρα θα βλέπω ως να φέξει
κερί που άναψα και μένει
βιτρό στο ιερό Φανερωμένη.
Πάμε απέναντι ρε Βέρα
για να βρούμε τα παλιά
να γλεντήσουμε τη μέρα
Πόντε, μόλο, Αη Μηνά,
να καλέσουμε τη μνήμη
στον Ανθώνα να μας βρεί
στην σκιά των ευκαλύπτων
με το πρώτο μας φιλί.
Στρώματα θα κάνουμε τα φύκια
Κάστρο, αμμόγλωσα και ρείκια
φεγγάρι προβολέας θα μας βλέπει
κανείς δεν θα μαντέψει αυτό το στέκι.
Έρχεται ο πατέρας με τη βάρκα
νύχτα στο παζάρι για την τσάρκα,
βλέμματα σε στύση ειναι μόνο
τη νιότη μου στα χέρια θα πληγώνω.
Πάμε απέναντι ρε Βέρα
να τα ζήσουμε ξανά,
να σηκώσουμε παντιέρα
στου πελάγους τα βαθιά
εποχή πού εχει φύγει
να καλέσουμε κρυφά
και να κάψουμε τα λάθη
στ΄Αη Γιάννη τη φωτιά.
Γελασα στου Βούλη την παρλάτα
δώσε μας κυρ Σπύρο μαντολάτα,
πίσω απ' την μπάντα και στη 'Διάνα'
κλέφτες κι' αστυνόμοι στην αλάνα.
Φέρε γλυκά αχ μπάρμπα Αντρέα
έγιναν οι γευσεις σου σημαία,
γλέντια, καρναβάλια και ρεσάλτο
με γλυκιές καντάδες στον 'Ρεγάντο'.
Πάμε απέναντι ρε Βέρα
να γελάσουμε ξανά
στου Πουλιού την καλημέρα
στ΄Αη Γιαννιού τα δειλινά,
με τους ήλιους να μας παίρνουν
οπως φεύγουνε μαζί
και μετά όλοι να πούμε
εδώ είναι η ζωή.
elgeorgakis.blogspot.gr
2012-12-12