ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΣΤΟΥΣ ΣΦΑΚΙΩΤΕΣ

Οι μέρες του Πάσχα στους Σφακιώτες, απ’ του Λαζάρου μέχρι την Κυριακή του Θωμά, είχαν ιδιαίτερο χρώμα. Ένα χρώμα λαϊκοθρησκευτικό, που συνδύαζε το «ω γλυκό μου έαρ», με τρόπο μοναδικά αρμονικό με τον πλούτο της παράδοσης, που τύλωνε το νου και εφοδίαζε τον Σφακισάνο ξωμάχο με την ελπίδα της δικής του ανάστασης, που δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η προκοπή και το καλύτερο αύριο των παιδιών του.
Σάββατο του Λαζάρου. Τα παιδιά βάζουν τα χωριά στο νόημα της μεγάλης υποδοχής και του Ωσανά. Στολίζουν το καλάθι με δενδρολίβανο και μπλε κρίνους και ξεχύνονται στις γειτονιές για να πούνε τον Λάζαρο. Ένας Λάζαρος, που μόνο στους Σφακιώτες ακούγεται, αφού ακόμη και η όμορη Καρυά έχει άλλη παραλαγή.
Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας,
 ας πούμε και τον Λάζαρο εδώ στ’ αρχοντικό σας.
Αγαπητοί χριστιανοί κι’ αδέρφια του Λαζάρου
 ακούστε θάμα πούδανε οι κάτοικοι του Άδου.
Τέταρτη μέρα ήτανε η ώρα η πρωία
 που ο Λάζαρος επέθανε πέρα στην Βιθανία
Ήρθαν οι αδερφάδες του η Μάρθα κι’ Μαρία
 τον έκλαψαν, τον θρήνησαν καθώς είχε και χρεία
Και μήνυσαν  και του Χριστού να πάει να τον σηκώσει.
 Κι ο Κύριος εκάθισε ακόμη δυό ημέρες
Να δεί τις αδερφάδες του αν είχαν τέτοιο σέβας.
Και το Σάββατο το πρωί φθάνει στην Βιθανία.
Όπου τον υποδέχθηκαν η Μάρθα κι’ η Μαρία.
 Κι ο κύριος εζήτησε που ήτανε θαμένος.
Και κείνες τον οδήγησαν πάνω από το μνήμα.
 Κι ο Κύριος εφώναξε με μια φωνή μεγάλη:
 

“Σήκω επάνω Λάζαρε για να σε δούν κι άλλοι”.
 Κι ο Λάζαρος σηκώθηκε με χέρια σταυρωμένα.
Δεν ήταν τετραήμερος. Δεν ήταν βρωμισμένος.
 Μον’ ήταν άγιος άνθρωπος και φίλος του Δεσπότη
 όπου τον ακολούθαγε για πάντα στο πλευρό του.
 
 Τα ανωτέρω κάλαντα του Λαζάρου, όπως προανεφέρθηκε, ακούγονται μόνο στους Σφακιώτες και συγκεκριμένα σε Λαζαράτα και Πινακοχώρι. Έρχονται απ’ τα βάθη των αιώνων και όπως ισχυρίζονταν ο παπά – Στάθης Γεωργάκης (Παποράκης),,  εφημέριος του Αγίου Γεωργίου Πινακοχωρίου κατά το 1830, έφτασαν σε μας σήμερα από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά.  Αυτά τα Κάλαντα του Λαζάρου, λοιπόν, έχουν, πιθανόν, βυζαντινές καταβολές.
 Η Κυριακή των Βαΐων ήταν η επίσημη έναρξη της Μεγάλης Εβδομάδος με τις Αγρυπνιές.  Οι ακολουθίες των Παθών, οι οποίες γίνονται νυχτερινές ώρες, γι’ αυτό και οι Σφακισάνοι τις ονομάζουν Αγρυπνιές. Καθ’ όλη την ιερή Εβδομάδα οι εκκλησίες των Σφακιωτών έσφιζαν από ζωή, με αποκορύφωση την Μεγάλη Παρασκευή, όταν τα κορίτσια των χωριών στόλιζαν τον επιτάφιο μόνο με αγριολούλουδα και με ανθισμένες αγριοκουτσουπιές,  με εκείνα τα υπέροχα μωβέ άνθη.
Την Μ. Πέμπτη, ημέρα των νεκρών, οι νοικοκυρές απ’ το πρωί στα Κοιμητήρια καθάριζαν και άσπριζαν τους τάφους, ώστε η περιφορά του επιταφίου, την άλλη ημέρα, την Μ. Παρασκευή, να γίνει και πάνω απ’ τους τάφους, φανερώνοντας την «εκ νεκρών ανάσταση» όλων των κεκοιμημένων. Αυτή η λατρεία προς τους εκλιπόντας, που σέρνει την καταγωγή της απ’ τους αρχαίους χρόνους, δεν σταματούσε μόνο στην περιποίηση των «κεκονιαμένων τάφων».
 Το βράδυ της Μ. Πέμπτης, όταν η οικογένεια τελείωνε το δείπνο με την πατροπαράδοτη λαχανόπιττα από πτά, λάπατα και παπαρούνες, όταν σηκωνόνταν η τάβλα, η κυρά του σπιτιού τοποθετούσε πίσω απ’ την κεντρική πόρτα τον μαστραπά γεμάτο νερό και πάνω μια πετσέτα. Εκείνο το βράδυ της Μ. Πέμπτης, κατά την Σφακισάνικη παράδοση, επιστρέφουν οι ψυχές στο σπίτι. Το πλύσιμο των χεριών των νεκρών, έτσι, όπως το φαντάζονταν οι απλοϊκοί άνθρωποι του μόχθου, σήμαινε τον εξαγνισμό και την ετοιμότητα, για την υποδοχή της λαμπροφόρου Αναστάσεως και απ’ τους ίδιους τους εκλιπόντας, τους οποίους ουδέποτε ξεχνούν και θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι της οικογένειας.
 Αλλά και κατά την Μ. Παρασκευή, τα παιδιά, με το ίδιο καλάθι στολισμένο έψαλλαν στα σπίτια των χωριών του «Χριστού τα πάθη».
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
 εκεί δένδρο δεν ήτανε και δένδρο εφανερώθη
Η ρίζα ήταν ο Χριστός οι κλώνοι η Παναγία
 τα φύλλα που επέφτανε ήταν η μαρτυρία
Που μαρτυρούσαν κι’ έλεγαν για του Χριστού τα πάθη.
 Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
 Σήμερα έκαναν βουλή οι άνομοι Εβραίοι.
 Οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ τρισκαταραμένοι.
Για να σταυρώσουν τον Χριστό των πάντων βασιλέα.
 Κι ο κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι
να κάνει δείπνο μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
 τας προσευχάς της έκανε για τον μονογενή της.
Φωνή της ήρθε απ’ ουρανού κι’ απαρχαγγέλου στόμα.
 Πάψε κυρά τας προσευχάς, πάψε και τας μετάνοιας.
Τον γιό σου τον επιάσανε και στον Χαλκιά τον πάνε
 και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυρανάνε.
Χαλκιά, Χαλκιά φτιάξε καρφιά φτιάξε τρία περόνια
 και κείνος ο βαρύγνωμος βαρά και φτιάχνει πέντε.
Τα δυό μπήξτε στας χείρας του και τα’ άλλα δυό στους πόδας,
το πέμπτο το φαρμακερό μπήξτε το στην καρδιά του.
Να βγάλει αίμα και νερό. Να πληγωθεί η μαμά του.
 Κι η Παναγιά σαν τάκουσε βαρειά  λιγοθυμάει.
Σταμνιά νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
 και τρία νερατζόσταμνα για να της έλθει ο νους της
 
Μα σαν της ήλθε ο λογισμός μα σαν της ήλθε ο νους της
 ζητάει μαχαίρι να κοπεί ζητάει  γκρεμό να πέσει,
 ζητάει φωτιά για να καεί για τον μονογενή της.
Κινάει και πάει μοναχή βρίσκει τον Αϊ Γιάννη.
 Αϊ Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιού μου.
Μην είδες τον υγιόκα μου και συ τον δάσκαλο σου;
 Ποιος έχει στόμα να σου πεί , γλώσα να σου μιλήσει,
 ποιος έχει χειροκάλαμο για να σου τονε δείξει;
Βλέπεις εκείνο το γυμνό το παραπονομένο,
 όπου φοράει πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Όπου φοράει στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
 Εκείνος είναι ο γιόκας σου και με διδάσκαλος μου.
Κι η Παναγιά πλησίασε και κει κοντά του λέει.
 Δεν μου μιλάς παιδάκι μου δεν μου μιλάς παιδί μου;
Τι να σου πω μανούλα μου τι να σου μολογήσω;
 Το Μέγα Σάββα θα σου πω και θα σου μολογήσω.
Που θα σημαίνουν οι εκκλησιές,  θα ψάλλουν οι παππάδες.
 Τότε και συ μαννούλα μου θάχεις χαρές μεγάλες.
 
ΤΑ ΚΡΙΤΣΟΝΙΑ
 Κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδος και στην Ανάσταση αναλάμβαναν δουλειά τα ..κριτσόνια. Πρόκειται για παιγνίδια με ηχηρότατο κροτάλισμα, εξ ου και κριτσόνια, τα οποία, στα χέρια των παιδιών, έδιναν τον πανηγυρικό τόνο των ημερών. Μία κουβαρίστρα, ορκέλα την θυμούνται οι παλιοί, χαραγμένη οδοντωτά  και  περιστρεφόμενη σ’ ένα χειροκίνητο καρούλι, έδινε φοβερό και εκκωφαντικό ήχο, όταν χτυπούσε κάθε δόντι της  πάνω σ’ ένα   καλάμι που πάλλονταν. Ήταν το αυτοσχέδιο πασχαλιάτικο παιγνίδι και «βεγγαλικό», πριν οδηγηθούμε στα σημερινά, σχεδόν πολεμικά, εφευρήματα.
 Η μέρα της Λαμπρής, τουλάχιστον μέχρι το 1975, χρονολογία απ’ την οποία θεωρούμε ότι ξεκίνησε μια πορεία φθίνουσα αυτού του πλούτου της παράδοσης, που έρχεται απ’ τα βάθη των αιώνων στους Σφακιώτες και μπήκαν στις ζωές μας πολυποίκιλες επιδράσεις, αυτή, λοιπόν η Κυριακή του Πάσχα ήταν όντως ημέρα Λαμπρή, όπως ακριβώς εξυμνεί ο υμνωδός: «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως…».
Η χαρά των παιδιών ήταν ανείπωτη. Καινούργιο σακάκι, καινούργιο παντελόνι και παπούτσια, όλο καμάρι και χαρά, που αγόρασε ο πατέρας πουλώντας το μπετόνι με το λάδι  στην χώρα. Και «τα καλά», αυτά τα καινούργια, δεν τα φορούσαν το βράδυ στην Ανάσταση, αλλά το απόγευμα της Κυριακής στην Αγάπη.
 Το τραπέζι της Κυριακής του Πάσχα δεν περιελάμβανε τον ρουμελιώτικης προέλευσης οβελία. Το αρνί στους Σφακιώτες και γενικά στην Λευκάδα το έψηναν την Δευτέρα του Πάσχα και πάντα σε ταψί στον φούρνο. Το τοποθετούσαν μέσα στο ταψί  και έβαζαν αποκάτω  αποκλάδια, ώστε να ψήνεται ομοιόμορφα, τον δε ζωμό τον χρησιομοποιούσαν για να ζεματίσουν  χοντρό σπαγέτο,  που συνόδευε το πασχαλιάτικο τραπέζι. Το έθιμο της σούβλας ήρθε στους Σφακιώτες στα μετά το 1975 χρόνια και παγιώθηκε, πλέον, όπως στον Μοριά και στην Ρούμελη.
Η …ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
         Την Μεγάλη Εβδομάδα, οι γυναίκες του χωριού , πέραν απ’ τις ετοιμασίες για την Λαμπρή, έδιναν μεγάλο βάρος στην λάτρα του σπιτιού , που ξεκινούσε με την … «αποκαθήλωση»  του χειμώνα.
Συγκέντρωναν όλα τα χοντροσκούτια , τα τσόλια που χρησίμευαν για στρωσίδια γύρω απ’ την γωνιά , τις βελέτζες, τις μαντανίες ,τα κυπαρισένια, τα απλάδια, τα σαγιάσματα και έκαναν ατέλειωτες μπουγάδες  στην Κακαβούλα , στην Λίζαινα , στο ρέμα της Δαφνοπαναγιάς,  στην Σπηλιά, στην Βλύχα , στο Λαγκάδι της Βράχας, στην Ακόνη,  όπου νερό τρεχούμενο για τον καθαρισμό και εν συνεχεία την τοποθέτηση των χοντροσκουτιών στους γήκους,  για τον επόμενο χειμωνα.
        Με τι νοσταλγία, σαν μικρά παιδιά, θυμόμαστε τις μπουγάδες στην Κακαβούλα  και το ατέλειωτο παιγνίδι με το τρεχούμενο νερό,  όσο οι μανάδες μας έφτιαχναν την αλυσίβα για το πλύσιμο των ρούχων. 
Η  αλυσίβα ήταν καυτό νερό με στάχτη μέσα και μυρτιά,  για να δίνει εκείνο το  υπέροχο άρωμα στα φρεσκοπλυμένα ρούχα.  Συνοδευτικό απορρυπαντικό είχαν το χειροποίητο σαπούνι. Επρόκειτο για σαπούνι που κατασκεύαζαν οι νοικοκυρές στο σπίτι.  Σκουριά από λάδι και ποτάσσα βρασμένα  και κομένα σε μεγάλα τετράγωνα , αφού μετά το βράσιμο τοποθετούσαν το κολλώδες μείγμα στα τετράγωνα της πινακωτής.
 Όταν τελείωνε το πλύσιμο,  εκείνο το μικρό και δαιδαλώδες μονοπάτι απ΄την Κακαβούλα μέχρι το χωριό,  γέμιζε απ΄τα ρούχα που τ’ άπλωναν για να στεγνώσουν στις παρακείμενες λιθιές.
 Και περιμετρικά του μονοπατιού οι Σφακισάνοι ξωμάχοι να σκάβουν τα κλούμια στα αμπέλια και μείς τα παιδιά να τους πηγαίνομε , για δειλινό,   τηγανοψώματα και  γεμάτο το κολοκύθι κρασί.
      Ζωή σαν παραμύθι, σαν σε όνειρο ,  βγαλμένα μέσα από μια κατάθεση ψυχής σε έναν αγώνα απλό και τίμιο, ωσάν τον μυθικό Σίσυφο,  να στεριώσουν το λιθάρι  στην κορυφή της επίπονης και σκληρής  βιοπάλης.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ

2013-04-23