lefkada-news

Ένα βιβλίο - ένα όμορφο δώρο!

 ``ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ` (εκδόσεις `ΑΓΚΥΡΑ`)-Περιέχει δώρο CD(με τραγούδια για τη Λευκάδα σε στίχους του συγγραφέα).
Το “Χορεύουν τα κόκκινα” είναι η τέταρτη λογοτεχνική περιπλάνηση του βραβευμένου δημοσιογράφου ΗΛΙA Π. ΓΕΩΡΓAΚΗ. Oι ανθρώπινες σχέσεις, ο έρωτας, η περιπέτεια της ζωής, η μοναξιά, η καθημερινότητα ερχονται να προστεθούν στην αναζήτηση, στην αγωνία για ένα καλύτερο αύριο. Και πάντα –μόνιμος χορηγός ονείρων– η Λευκάδα.

ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΩ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ

www.agyra.gr

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΚΥΡΑ : Λ. Κατσώνη 271 Αγ. Ανάργυροι 210 2693800-210 2693806

ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ Σόλωνος 124 -Αθήνα 210 3837540 - 210 3837667-210 383706
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ``Χορεύουν τα Κόκκινα`` του Ηλία Π. Γεωργάκη

Γράφει η Αργυρώ Βερυκίου - Μπαλντά


Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του κ. Ηλία Γεωργάκη, που κυκλοφορεί εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα από τις εκδόσεις «Άγκυρα» μου ήρθαν στο μυαλό κάποιες φράσεις που διάβασα σε διήγημα του Μένη Κουμανταρέα από το βιβλίο του «Η γυναίκα που πετάει» (εκδόσεις «Κέδρος»).«Σε τι λοιπόν, σας ερωτώ, θα χρησίμευε η λογοτεχνία αν όχι στο να μας κάνει να σκεφτόμαστε, να μας κρατά σε εγρήγορση, να μας παρηγορεί και να φωτίζει τη ζωή μας, χωρίς απαραίτητα να την εξηγεί;».

Έτσι ακριβώς. Η φράση που αποτελεί και τίτλο του βιβλίου «Χορεύουν τα Κόκκινα», ίσως να προβληματίσει τον επίδοξο αναγνώστη που δεν είναι Λευκαδίτης, αλλά και Λευκαδίτης κάποιας ηλικίας, διότι στους νέους και πολύ νέους πάλι αυτός ο τίτλος δεν έχει κάτι να τους θυμίσει, δεν έχει κάτι να τους πει. Όμως ανοίγοντας τις μέσα σελίδες υπάρχει πάλι και ως τίτλος του πρώτου πεζού κειμένου που με αφηγηματικά γλαφυρό τρόπο δίνει το νόημα και τη σημασία της φράσης «χορεύουν τα κόκκινα». Ακουμπά σε αυτά που πιο πάνω αναφέρθηκαν: «... να μας κάνει να σκεπτόμαστε, να μας κρατά σε εγρήγορση...».

Σκεπτόμαστε αυτομάτως το «Πάνθεο», την αίθουσα που «... επί πενήντα χρόνια στέγασε τους ρυθμούς της καρδιάς χιλιάδων ανθρώπων...» όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας. Αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της παλιάς Λευκάδας. Ήταν η αίθουσα κινηματογράφου, χοροεσπερίδων, διαλέξεων, θεατρικών παραστάσεων μαθητικών, ερασιτεχνικών, αλλά και επαγγελματικών περιοδευόντων θιάσων που έρχονταν κατά καιρούς στην πόλη. Αναφέρω τις πέντε παραστάσεις σε μια μέρα με τον «Έμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ από κλιμάκιο του Εθνικού Θεάτρου με πρωταγωνιστή στο ρόλο του Σάιλοκ τον αείμνηστο Νίκο Τζαβαλά Καρούσσο. «... έλα στο «Πάνθεον» / λοιπόν / στο πανηγύρι / των τρελών / μη μένεις έξω. / Σάμπα, μαζούρκα / και ταγκό / νύχτες που / σβήνουν στο χορό / θα λαχταρήσω... /... εδώ δε νοιώθεις / μοναχός / είναι το κέφι οδηγός /
γύρισε πίσω... /... Κι όταν θα έρθει / το πρωί / των μπουρανέλων / η φυλή / θα σου μιλήσει...».

Δημοσιογράφος μάχημος ο κ. Γεωργάκης, έχει στο βιβλίο του πεζά μα και ποιήματα. Διαβάζοντάς το συναντάς την πραγματικότητα του χτές και του σήμερα, αλλά και τ` όνειρο, τον ρομαντισμό και την αγάπη για τη γεννέτειρά του, το νησί του, τη Λευκάδα. Εικόνες της καθημερινής σημερινής πραγματικότητας που βγαίνουν μέσα από σύντομα αναγνώσματα, γεμάτα όμως συναίσθημα και αγωνία για τις δυσκολίες των απλών ανθρώπων, που ζουν με την ελπίδα, που δεν επικοινωνούν πια μεταξύ τους.Ο αείμνηστος Αντώνης Σαμαράκης χρόνια πριν, στο βιβλίο του «Ζητείται Ελπίς» είχε γράψει: «Τώρα που οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων είναι τόσο κοντά, οι καρδιές τους ειναι τόσο μακριά...». Αλλά και η έλειψη της ασφάλειας κάνει τους ανθρώπους να σταυροκοπιούνται: «Που είμαστε ακόμη ζωντανοί με τόσα που συμβαίνουν γύρω μας, με τις αρρώστιες, τους θανάτους, αλλά και την αβεβαιότητα που σκιάζει το μέλλον».Το πολύτιμο αγαθό της υγείας είναι αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης για χιλιάδες ασφαλισμένους από τα ιδιωτικα θεραπευτήρια, αφού και η πολιτεία με τη δωρεάν προσφορά στα δημόσια νοσοκομεία βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση λόγω τρομερών ελείψεων σε θέσεις στην εντατική, έλειψη προσωπικού, απαράδεκτα κτίρια. Η οδήγηση στους δρόμους καρμανιόλες και με οδηγούς ειδικούς ως Έλληνες όπως ο Στέλιος που είναι ειδικός σε όλα, από το ποδόσφαιρο μέχρι τ` αυτοκίνητα και από τους σεισμούς μέχρι τη θερμοκρασία του σώματος. Βρίζει τους πολιτικούς, αλλά φανατίζεται πριν από τις εκλογές και τρέχει να ψηφίσει και με τα δύο χέρια. Είναι προπονητής στο ποδόσφαιρο, ειδικός στις μηχανές και άριστος γνώστης στα πολιτικά δρώμενα. Ο μοναχικός άνθρωπος, ο κυρ Μιχάλης - συνταξιούχος θυρωρός - καθισμένος στην κουνιστή του πολυθρόνα είχε μοναδικές απολαύσεις το φαγητό και τον ύπνο. Δεν είχε τηλεόραση, δεν άκουγε ραδιόφωνο, δεν έβλεπε τα θλιμένα ρεπορτάζ, τα ψέματα των πολιτικών, δεν άκουγε τις φρούδες υποσχέσεις των κομμάτων. Λίγα πάρε δώσε με τους περαστικούς, φαγητό και ύπνος και με την ελπίδα λιποτάκτη στ` όνειρό του λίγο πριν από τα χριστούγεννα πέθανε. Ακολουθούν: Ο απέναντι φίλος (ένας σκύλος) που καθημερινά πηγαινοέρχεται στο ερημικό μπαλκόνι του τρίτου ορόφου. Εκεί έχει και το σπιτάκι του και δεν έχει ακούσει κανείς το γαυγισμά του. Μόνο καμιά φορά σηκώνει τα δυό του πόδια στα κάγκελα - ίσως για να ξεμουδιάσει, ποιός ξέρει... «Ίσως κάποια ώρα να του δίνουν λίγο φαγητό και νερό, ίσως να τον βγάζουν κάποια βόλτα, αλλά μου δίνει την αίσθηση του ξεχασμένου...».

Όλα τα κείμενα του κ. Γεωργάκη αποτελούν παρεμβάσεις στο δημόσιο βίο, είναι η δημοκρατική του συνείδηση, η συνείδηση του πολίτη και η έγνοια του για τους πολιτειακούς και πολιτικούς θεσμούς. Είναι μιά ευθεία αναφορά στη Δημοκρατία των ιδεών, στους θεσμούς που αναδεικνύουν τη συμμετοχή στα κοινά και στην παιδεία των πολιτών. Παρατηρεί κανείς ότι λείπει ολωσδιόλου το ερωτικό στοιχείο. Μα σ` αυτή την καθημερινότητα την τόσο πεζη και αποπνιχτική, τι συμβαίνει;... Συμβαίνει ότι ακολουθούν στίχοι και ήχοι για τον έρωτα, τη ζωή, για τη Λευκάδα. Για τις καληνύχτες που χάσαμε και τις καλημέρες που ελπίζουμε. Έρωτας ατελείωτος, αιώνιος, φλογερός είναι η Λευκάδα, η παλιά Λευκάδα, η νοσταλγία γι` αυτήν με τις κιθάρες, με τις καντάδες, με τις σοροκάδες, με τις καμάρες. Κάθε στιγμή μια Κυριακή, γέλια και φάρσες μα και του Ανδρέα οι πάστες. Ο «Γλάρος» το καράβι της γραμμής, ο Άη Γιάννης, η Μαδουρή, οι Μύλοι, η δύση στη Γύρα, το μπάνιο στο Κάστρο, αμπαλί στου Πάλα, η βόλτα στον Πόντε κι ο Βαλαμόντες φιλόσοφος, ποιητής, ζωγράφος καί από τζάκι - αφού ήταν Ντε Βαλαμόντε. Κι ο Βούλης με τις παρλάτες, κι ο Αθηνιώτης ο ευπατρίδης, ο καλλιτέχνης, ο ποιητής κι ο Μαλακάσης ο επιστήμονας, ο ζωγράφος, ο λογοτέχνης κι ο γιατρός ο Γρηγόρης ο σωτήρας, ο παραστάτης των φτωχων και των κατατρεγμένων, ο ιδεαλιστής, πυξίδα μέσα στην πίκρα και μια λαμπάδα στην κυρά Φανερωμένη, ψυχής λιακάδα. Κι ο Σπύρος Φίλιππας Πανάγος αρχηγός στο πνεύμα και στη σκέψη πρώτος. Ψάρεμα με πυροφάνι με τη βάρκα τη Μαριορή και κει στο Διαβασίδι, στου Άη Νικόλα το νησάκι τα νερά, τρέμει αργά το πυροφάνι. Κι ο ψαράς όρθιος στην πλώρη κάνει σκοπό την πίκρα του.

Και πολλοί άλλοι στίχοι ακόμα ακολουθούν με μήνυμα στη μοναξιά από το κομπιούτερ και με πιοτό πάλι απόψε θα ξεχάσει γιατί ένα άδειο χαρτί είναι η ψυχή του, αλλά και πάντα ταξιδευτής ο νους τρέχει απ` το Λευκάτα στο Σκορπιό, και στη Μαδουρή, και στο Βλυχό, και στο Μεγανήσι και στον Άη Νικήτα τα χρέη θα ξοφλήσει στο Μαΐστρο. «Αυτή η νιότη που απομένει / στα όνειρά μου / λέγεται Λευκάδα». Λευκάδα μ` όλες τις εποχές, μ` όλους τους καιρούς.«Χειμωνιάτικη λιακάδα / βρίσκεις πάντα αφορμή / να γυρίσω στη Λευκάδα / όταν ήμουνα παιδί».

Κλείνοντας δεν παραλείπω να αναφερθώ στο καλαίσθητο εξώφυλλο του βιβλίου όπου μέσα σε φόντο κατακόκκινο δεσπόζει παλία φωτογραφία με το δάσκαλο Μορίνα να παίζει ακορντεόν και σε πρώτο πλάνο ο σπουδάιος ηθοποιός και Λευκαδίτης Ηλίας Λογοθέτης - μαθητής τότε του Γυμνασίου - με την παρτενέρ του Γωγώ Γαντζία. Η αμφίεση είναι ανάλογη γιατί είναι απόκριες 7 Μαρτίου - είναι ο χορός του Ορφέα με αποκριάτικο διάκοσμο. Σ` αυτό το χορό ο Ηλίας με τη Γωγώ στο κωμικό ντουέτο «ο Πιπίνος και η Πιπίνα». Στον Ηλία Λογοθέτη - το νονό του - ο Ηλίας Γεωργάκης αφιερώνει ένα πολύ τρυφερό κι αισθαντικό ποίημα:

«Χωρίς Αυλαία»
«... Σε στίχους του Πανάγου οι εξετάσεις

Πέρασε ευθύς χωρίς συστάσεις

Είχε το ταλέντο και την τύχη

Κι ας σήκωσε τόσο ψηλά τον πήχη»-

>