Η κρυφή γοητεία του μονόξυλου
του Ηλία Π. Γεωργάκη ( elgeorgakis.blogspot.gr )
*ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
Tα μονόξυλα, τα πριάρια, οι ψαρόβαρκες. Οι φίλοι μας. Σαν μεθυσμένοι αλήτες λικνίζονται στο μώλο. Παρατεταγμένες στη σειρά λές και ετοιμάζονται για μάχη. Έτοιμες να πετάξουν, κόβοντας τα σχοινιά. Το χειμώνα έρμαια του γραιγολεβάντε. Και το καλοκαίρι αναζητούν το γλυκό το μαϊστράλι. Με την όστρια και τον γαρμπή ΄`συνομιλούν`. Με παρέα τους γλάρους. Αχώριστοι φίλοι των ψαράδων. Με μιά `ερωτική` σχέση μεταξύ τους. Και αυτή η σχέση φαίνεται στην περίοδο κατα την οποία αρχίζουν οι μικροεπισκευές και τα χρωματίσματα. Με την ευλάβεια που τις ξύνουν απο την καρίνα ως τα ίσαλα. Χρησιμοποιώντας το καμινέτο και το μίνιο για να `γιατρέψουν` τα τραύματα. Με ενα τραγούδι ψιθυριστά στο στόμα. Αλλά αξιοθαύμαστη ειναι και η τέχνη που τις βάφουν. Με την ευθεία γραμμή στα ίσαλα. Αλλά και την καλλιγραφία στο όνομα. Η `Φανερωμένη`. ο `Γλαύκος`, η ΄Σοφία`, ο `Αη Λιάς`, η `Ελένη`, ο `Αη Νικόλας`. Τα μονόξυλα, τα πριάρια, οι ψαρόβαρκες. Οι φίλοι μας.
Αντιγράφω για το Πριάρι απο το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας:
Το πριάρι είναι ένα οξύπρυμνο σκάφος με επίπεδο πυθμένα που χρησιμοποιείται στις λιμνοθάλασσες και στις εκβολές των ποταμών στη Δυτική Ελλάδα. Το πριάρι ανήκει σε μια μεγαλύτερη οικογένεια σκαφών με επίπεδο πυθμένα που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα σε περιοχές των ελληνικών ακτών του Ιονίου πελάγους. Οι τρεις βασικές περιοχές, όπου υπάρχουν αυτά τα σκάφη είναι η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, ο Αμβρακικός και γύρω από την πόλη της Λευκάδας, όπου υπάρχουν εκτεταμένες περιοχές με αβαθή νερά. Τα πριάρια ανάλογα με το μέγεθός τους είχαν και διαφορετικές ονομασίες στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. "Τα μικρά πριάρια λέγονταν γαΐτες, τα μικρότερα γαϊτοπούλες, τα δε μεγαλύτερα, υψηλά και πλατειά πισκαρέσες".
Τα τελευταία χρησιμοποιούνταν ως μεταφορικά συνήθως για το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα των ιστιοφόρων που δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την πόλη του Μεσολογγίου. Τα πριάρια της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου κατασκευάζονταν στο Μεσολόγγι και το Αιτωλικό, τα πριάρια του Αμβρακικού κυρίως στην Πρέβεζα και πιθανώς σε άλλες μικρότερες πόλεις της περιοχής, ενώ στη Λευκάδα ναυπηγεία υπήρχαν στην πόλη της Λευκάδας και στο Νυδρί στις περιοχές Βλυχό και Στενό.
Αν και η χρήση τέτοιου είδους σκαφών στις λιμνοθάλασσες του Ιονίου πρέπει να είναι αρκετά παλαιά, οι πληροφορίες που υπάρχουν από ιστορικές πηγές είναι ελάχιστες. Στο Μεσολόγγι, το Αιτωλικό και τη Λευκάδα αναφέρεται ότι από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα έως τα μέσα του 18ου οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν κάποιου είδους μονόξυλα για την πλεύση τους στις αβαθείς περιοχές της θάλασσας. Τα πριάρια στο Μεσολόγγι αναφέρονται επίσης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Τα σκάφη αυτά χρησιμοποιούντο κυρίως για ψάρεμα με διάφορους τρόπους. Από αυτούς, ο πιο χαρακτηριστικός στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου είχε ένα μεγάλο τετράγωνο δίχτυ που κρεμόταν διαγωνίως από δύο διασταυρωμένες κεραίες, οι οποίες με τη σειρά τους κρέμονταν από ένα άλλο ξύλο που στηριζόταν, σε οριζόντια περίπου θέση, σε ένα κοντό κατάρτι στην πλώρη του πριαριού. Το δίχτυ με όλο το σύστημα μπορούσε να πέσει απότομα στη θάλασσα ή να σηκωθεί το ίδιο γρήγορα, λειτουργώντας ουσιαστικά σαν μια μεγάλη απόχη.
Με τον τρόπο αυτό παγιδεύονταν τα ψάρια στα αβαθή νερά, που στα περισσότερα σημεία της λιμνοθάλασσας δεν ξεπερνούσαν το μισό μέτρο βάθους.
Τα πριάρια είναι απλές κατασκευές που βασίζονται κυρίως στο περίγραμμα του επίπεδου πυθμένα τους. Ο σκελετός τους αποτελείται από νομείς καρφωμένους πάνω στον πυθμένα και σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους, οι οποίες ανάλογα με το μήκος του σκάφους ποικίλλουν από 30 έως 40 εκατοστά. Οι πλευρές των νομέων έχουν πολύ ελαφρές καμπυλότητες που διαμορφώνονται κυρίως με το σκεπάρνι ή με κατάλληλες πλάνες. Το πέτσωμα κάθε μιας πλευράς αποτελείται συνήθως από τρεις σανίδες καρφωμένες επάνω στους νομείς και με τις απολήξεις τους να στερεώνονται σε ειδικά διαμορφωμένες εγκοπές (ασσούς) πάνω στα ποδοστάματα.
Τα πριάρια έχουν περιορισμένο πλωριό και πρυμνιό κατάστρωμα και ένα περιμετρικό οριζόντιο σανίδι στο εσωτερικό του σκάφους και στο ύψος του καταστρώματος. Ο κεντρικός χώρος είναι ανοιχτός και συνήθως υπάρχει ξύλινο δάπεδο που στηρίζεται στην επάνω επιφάνεια των επίπεδων στρώσεων των νομέων.
Τα πριάρια της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου δεν έφεραν κουπιά, αλλά μόνο το σταλίκι, ένα κοντάρι με το οποίο ακουμπούσαν στον πυθμένα και έσπρωχναν το σκάφος. Το σταλίκι ήταν στρογγυλό και παχύτερο στο κάτω μέρος του που έμπαινε στη θάλασσα. Στο ίδιο άκρο καρφωνόταν μικρή ισοσκελής ξύλινη γωνιά για να αυξάνει η επιφάνεια επαφής με τον πυθμένα. Το μέρος αυτό από το σταλίκι ονομαζόταν σταλικοπόδι. Στα πριάρια της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου χρησιμοποιούσαν και ένα είδος πανιού σακολέβας πάνω σε ένα κοντό κατάρτι που μπορούσε να τοποθετηθεί κοντά στην πλώρη.
Η ιδιόρρυθμη αυτή σακολέβα είχε ράντα και μια λοξή αντένα, αρκετά ψηλότερα από τη θέση που την είχαν οι σακολέβες της ανοικτής θάλασσας. Τα πριάρια του Αμβρακικού και της Λευκάδας έφεραν κουπιά αντί για σταλίκι για να μπορούν να κινηθούν σε πιο βαθιά νερά. Οι σκαλμοί για τα κουπιά αυτά υπήρχαν αρκετά έξω από το σκάφος σε ένα κάθετο ως προς το σκάφος δοκάρι στην πρύμνη του σκάφους. Τα πριάρια αυτών των περιοχών μπορούσαν επίσης να κινηθούν με ένα μικρό πανί σακολέβας, χωρίς ράντα, που έμοιαζε περισσότερο με τη γνωστή σακολέβα της ανοιχτής θάλασσας.
-----------
ΥΓ: ΑΝΑΔΗΜΟΣΕΥΩ ΑΠΟ ΤΟ MYLEFKADA(http: //www. mylefkada.gr)/ ENA KATAΠΛHKTIKO KEIMENO TOY HΛ. ΤΣΑΚΑΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΓΑΤΖΙΑ -ΚΑΝΑΡΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ
Η Λευκάδα από παλιά είχε δυό μώλους. Τον Μώλο που έβλεπε κατά τον Μαΐστρο-Τραμουντάνα και ατένιζε το Ιβάρι, το Κάστρο, την Γύρα και τον Πίσω Μώλο που έβλεπε κατά τον Λεβάντε και ατένιζε τα τηγάνια της Αλυκής, Το Ποντίκι, τις Λάσπες, τον Αυλαίμονα και την Περατιά. Πώς έλαχαν έτσι κανένας δεν το γνώριζε σε αυτή την πόλη. Παλιά όλοι έβλεπαν σε τέσσαρα σημεία. Στην Φανερωμένη, στην Λάμια και πέρα μακριά στο βάθος δεξιά στην κορφή του Μέγα Όρους και αριστερά στην κουκίδα του Προφήτη Ηλία.
Αυτή ήταν η πόλη με τον στραβό δρόμο του Κάστρου που δεν σάχνει ποτέ, με το στενοσόκακα που σε οδηγούσαν στην ανέχεια των χαμηλών σπιτιών, με το Παζάρι, με την πλακόστρωτη Πλατεία, με τα μικρομάγαζα και τους βιοπαλαιστές, με τις ταβέρνες των ψαράδων και τα μαγέρικα των νεοφερμένων χωρικών. Αυτή ήταν η πόλη. Μια πόλη κατηφής την μια και την άλλη χαρούμενη. Φτωχιά την μια και την άλλη να τα πετάει. Σκεφτική την μια και την άλλη ανέμυαλη. Σε αυτήν την πόλη ζούσε κόσμος και κοσμάκης. Ψηλά στα διώροφα και τριώροφα κατοικούσαν οι κονομημένοι με τα λιοστάσα, τα περιβόλια και το υπηρετικό προσωπικό.
ιο ψηλά οι αρχόντοι με τους παλικαράδες, τις χοντρές περιουσίες και τις ασπρουλιάρες γυναίκες. Δίπλα οι επιστήμονες με τα ψηλά κολάρα, τα λεπτά γούστα, τις καλοντυμένες γυναίκες και τα μακριά χέρια. Παρακάτω οι μικρεμπόροι με τα μικρομάγαζα. Ακόμα πιο κάτω οι μπαξεβάνηδες του Αγίου Μηνά με τα οπωρικά τους, τις γυναικάρες τους, τις κοπελιάρες τους και την ελεγχόμενη φτώχεια. Ακόμα πιο χαμηλά οι χαλκωματένιοι ψαράδες του Π΄λιού και της συνοικίας των Μαύρων. Υπήρχε και πιο χαμηλά αλλά αυτή η κοινωνία δεν έβλεπε, δεν ήθελε να δει, δεν ενδιαφέρονταν να δει άλλο πιο κάτω.
Οι παλιότεροι κάτοικοι ήταν αυτοί του Π΄λιού. Ψαράδες στην πλειοψηφία τους. Ψαράδες του φτενού νερού του τενάγους που απλώνονταν από τους Μύλους ως το Φανάρι του Μελεούνη. Μάθανε από τους Μπουρανέλους της Βενετίας την τέχνη της ψαροσύνης των βολκών, των καλαμωτών και των διχτυών, πήρανε το όνομά τους και το δώσανε σε όλους κατοίκους της πόλης. Μπουρανέλοι!!!
Άνθρωποι σχεδόν άκακοι, χαροκόποι της ζωής, μ΄ ένα ποτήρι στο χέρι, σχεδόν σπουργίτια που ζούσαν στα μικρά φτωχικά σπίτια και που συχνά ένα τραμέντζο χώριζε τα μυστικά τους. Αυτόν τον κόσμο τον βρήκε έτσι ακριβώς ο Πόλεμος, η Κατοχή και η Απελευθέρωση. Σαν τελειώσαμε από αυτά και οι καιροί άλλαξαν, ο κόσμος άλλαξε, τα σπίτια άλλαξαν, οι άνθρωποι άλλαξαν μέχρι και η Λάμια άλλαξε και από φαλακρή έβαλε λίγη πράσινη τσίπα πάνω της και κάλυψε εκείνη την σταχτιά γύμνια της. Μαζύ μ΄ αυτά στα πριάρια μπήκαν μηχανές Μαλκότση, η προπέλα δούλεψε, η ταχύτητα αυξήθηκε, τα αυτοκίνητα αποστράτευσαν τον Γλάρο, τα ραδιόφωνα ένωσαν την οικουμένη, ο κόσμος μεγάλωσε και έφτασε ως την Αυστραλία και την Αμερική. Η Αθήνα έγινε ένα σάλτο και ο κόσμος χάθηκε απ΄ του Π΄λιού αφήνοντας πίσω του λίγους ψαράδες, λίγα πριάρια, λίγα δίχτυα απλωμένα στο μώλο και ένα κόσμο που κι αυτός χάθηκε μέσα σε χίλια δυό νέα επαγγέλματα. Σε πολλούς που άλλαξαν ζωή έμεινε η νοσταλγία της ήρεμης θάλασσας, η λάμπα της ασετιλίνης της πριάς, η Φώσσα, το Πλακερό, τα Διαβασίδια, ο Ντούσμανης, ο Αη Νικόλας το Νησάκι.
Αυτά τους μείνανε μαζύ με την μεγάλη τους καρδιά, την αθωότητα των αισθημάτων τους και την άδολη ανθρωπιά τους. Μείνανε λίγοι. Πολύ λίγοι. Κι αυτοί λιγοστεύουν και σώνονται και χάνονται μαζύ με τα πριάρια, τα καλαμωτά, τα χειροποίητα δίχτυα, τα τραμέντζα της ανθρωπιάς, τα χαμηλά σπιτάκια που χωρούσαν τόσα πολλά όνειρα. Και ο Αη Νικόλας στο Νησάκι πόσο θα αντέξει ακόμη στα κύματα και τα νερά που σηκώνονται να τον πάρουν στο βυθό της επερχόμενης θύελλας........ Έτσι είναι τα πράγματα. Ο Σουμίλας θέλει στρατό και η πόλη, όπως την ξέραμε, βυθίζεται ανάμεσα στις πολυκατοικίες και τους φαρδείς δρόμους που απομακρύνουν τους ανθρώπους και βυθίζουν τα αισθήματά τους και τη ζωή τους σε αυτό το καθρεφτάκι του συμφέροντος που αντανακλάει τον Ήλιο χωρίς να ζεσταίνει τις καρδιές τους.
ΒΑΡΚΑΡOΛΑ
Στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σχίζει η βάρκα τα νερά,
μεθυσμένο το φεγγάρι
αλητεύει στο Ιβάρι.
Έρχεται η βαρκαρόλα
ξεκινάει η καντάδα
του Αυγούστου φεγγαράδα
ομορφούλα μου Λευκάδα.
Έρχεται η βαρκαρόλα
τα μονόξυλα αμόλα
μια παρέα οι ψαράδες
με τις πίκρες φιλενάδες.
Στης νυχτιάς τη σιγαλιά
με τ` αστέρια συντροφιά,
πάμε μέχρι το Καρνάγιο
η ζωή θέλει κουράγιο,
με τραγούδια και κιθάρες
Πόντε μου, Πέντε καμάρες.
Βγάλτε δίχτυα και καμάκια
τα κουπιά ειναι μεράκια,
μια παρέα οι ψαράδες
με τις πίκρες φιλενάδες.
(στίχοι:Ηλίας Γεωργάκης
μουσική: Νίκος Θάνος-Μορίνας).
--------------------
O ΑΗ ΛΙΑΣ ΤΟ ΠΥΡΟΦΑΝΙ
(Στη μνήμη του πατέρα μου)
Ο Αη Λιάς ενα πριάρι
στον πίσω μώλο κατοικεί
ενας ξενύχτης που με χάρη
ακροβατεί με το σχοινί.
Εχει παρέα το Ιβάρι
και δίπλα του τη `Μαριορή`
εχει στα ύφαλα χορτάρι
κι ενα στην πλώρη του γυαλί.
Κι όταν περνά τα Διαβασίδια
στού Αη Νικόλα τα νερά,
τρέμει αργά το πυροφάνι
στού φεγγαριού τη ζωγραφιά.
Καμάκι, απόχη και κουπιά
και η ζωή να προχωρά
σαν πυροφάνι στα ανοιχτά
στις αλυκές και στη Λυγιά.
Όρθιος στην πλώρη ο ψαράς
έκανε την πίκρα του σκοπό
μέσα στις φουρτούνες της ζωής
έχει το κουράγιο οδηγό.
Ο Αη Λιάς το πυροφάνι
τη νύχτα χάνει τα λογικά
τρελές οι σκέψεις
για τον βαρκάρη
κάνε Κυρά μου,
τα όνειρα μου
αληθινά.
Μπασά- βγαλσά
χωρίς πανιά
ειν΄η δική μας μοίρα
μπασά-βγαλσά
πιό δυνατά
να φτάσουμε στη Γύρα.
(στίχοι:Ηλίας Γεωργάκης-μουσική:Νίκος Θάνος-Μορίνας)
2013-07-11