Τέσσερα πεζά κείμενα του Ηλία Γεωργάκη
1. Ο ΦΙΛΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ: Γνώρισα ανθρώπους και αγάπησα ζώα. Ηταν ένα απόφθεγµα που µε συνάρπαζε στα παιδικά µου χρόνια, χωρίς ωστόσο να έχω συνειδητοποιήσει το νόηµά του. Πέρασαν τα χρόνια. Ο φθόνος, το ψέµα και η υποκρισία σηµαδεύουν τις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις. Η αγάπη µεταλλάχθηκε σε µια ξεφτισµένη και ευτελή λέξη. Και η φιλία φλερτάρει όλο και περισσότερο µε την προδοσία αφού στηρίζεται πλέον στο χρήµα και στα προσωπικά συµφέροντα. Οµολογώ ότι δεν πήρα σκύλο παρά τη µεγάλη αγάπη – τη δική µου αλλάκαι των παιδιών µου – στα ζώα. Και πιστεύω ότι αυτή η επιλογή µε δικαίωσε, αν λάβω υπόψητα συνεχόµενα περιστατικά κακοποίησης ζώων από τους ανθρώπους. Ολοένα και πληθαίνουν οι καταγγελίες πολιτών για θανάτους αδέσποτων και µη ζώων. Το 1/3 του πληθυσµού των αδέσποτων πεθαίνει κάθε χρόνο από αιτίες που σχετίζονται µε τονάνθρωπο (από αυτοκίνητα, από φόλες...), ενώ περισσότερα από ταµισά πέφτουν θύµατα κακοποίησης. Οκαλύτερος φίλος του ανθρώπου, οι µικροί αλήτες του δρόµου, αναγκάζονται να δίνουν καθηµερινό αγώναγια να επιβιώσουν επειδή ο άνθρωπος τούς εγκατέλειψε. Και παρ’ όλο που εκείνοι δεν θα τον εγκατέλειπαν ποτέ. Η τελευταία µου επαφή µε τα συµπαθή τετράποδα είναι µε το απέναντι κόκερ. Στο µπαλκόνι µιας πολυκατοικίας. Δεν ξέρω ούτε καν το όνοµά του. Οπως άλλωστε δεν ξέρω τους ενοίκους τηςδικής µουπολυκατοικίας που φεύγουν σκυφτοί και σκυθρωποί για τις δουλειές τους. Χωρίς να ανταλλάσσουµε ούτε µια µατιά ούτε µια καληµέρα. Ο απέναντι φίλος, καθηµερινά, πηγαινοέρχεται, γαβγίζει και χαζεύειµε τα περιστέρια και τα σπουργίτια. Τον µαγεύει η βροχή, ίσως γιατί µοιάζει µε την ψυχή του. Τον πλανεύουν τα πουλιά, ίσως γιατί µοιάζουν µε τα όνειρα της ελευθερίας του. Θέλει να τρέξει, να παίξει µε τα πιτσιρίκια, αλλά δεν µπορεί. Παραµένει φυλακισµένος. Αιχµάλωτος, οπως και τα αφεντικά του, στη µοναξιά της µεγαλούπολης. Με τα κλεισµέναπαραθυρόφυλλα και τηνέλξη της έξυπνης δολοφόνου, της τηλεόρασης. Στ’ αλήθεια, τον νιώθω. Τον καταλαβαίνω. Είναι ο απέναντι φίλος µου. Ενας πιστός φίλος που είµαι σίγουρος ότι δεν θα µε προδώσει ποτέ. ("ΤΑ ΝΕΑ" 2 Φεβρουαρίου 2011).
2: ΟΤΑΝ(ΔΕΝ) ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ. Ηταν δεν ηταν στα ‘80. Με το µικρό µουστάκι και το παλιό Καντέτ. Με την παραδοσιακή τραγιάσκα και την αυτοπεποίθηση µιας υπερήφανης αλλά µατωµένης γενιάς. Το κηδειόσηµο στη γέρικη µονοκατοικία µε συγκλόνισε. Ζούσαµε πάνω από 15χρόνια δίπλα αλλά δενµιλήσαµε ποτέ. Ούτε µια καληµέρα. Εγώ σε µια τεράστια πολυκατοικία µε τη µοναξιά και την τηλεόραση για χορηγούς και αυτός σε ένα χαµόσπιτο µε κληµαταριές και µπουκαµβίλιες. Στενοχωρήθηκα. Πικράθηκα στ’ αλήθεια. Η ζωή µας έχει περάσει πλέον στη διάσταση της αδιέξοδης ρουτίνας. Ξέρουµε ότι αντί για γράµµατα θα βρούµε λογαριασµούς. Φοβόµαστε τις ληστείες. Και όχι µόνον. «Τρέµουµε» τις αρρώστιες και τον θάνατο. Δεν έχουµε αντιστάσεις. Ούτε αντοχές. Η εθνική µας κατάθλιψη έχει σχέση µετο Μνηµόνιο, τις άγριες περικοπές σε µισθούς και συντάξεις, µε την ανεργία των παιδιών µας, µε τα ληγµένα «θέλω». Ζωή χωρίς προοπτική. Θυσίες χωρίς αντίκρυσµα σε ένα χρεοκοπηµένο πολιτικό σύστηµα. Οι επιθυµίες αντικαταστάθηκαν από τους εφιάλτες της καθηµερινότητας. Οµήρους µάς πήρανε τα χρόνια. Κοιµόµαστε και ξυπνάµε µε αδιέξοδα. Και προσποιούµαστε ότι ζούµε καλά για να µη µας σχολιάζει ο διπλανός. Ο φθόνος ριζωµένος στις ψυχές. Ο ένας βγάζει το µάτι του άλλου. Καλύτερα να ζούµε ένα όνειρο, γιατίαπό την αλήθεια και την πραγµατικότητα της καθηµερινής ζωής δεν µπορεί να γίνει πλέον κάποιος ευτυχισµένος. Και να πώς τελείωνα σε ένα σηµείωµα που έγραψα για τον ίδιο πριν από χρόνια, µε τίτλο: «Οταν ζεις για τη ζωή»: «Είµαι σίγουρος ότι ο συµπαθής συνταξιούχος της διπλανής µονοκατοικίας δεν έχει τέτοια προβλήµατα. Ξέρει να ζει ήρεµος, µε χαµόγελο, µε αξίες, µε αξιοπρέπεια, µε σεβασµό στο περιβάλλον. Ζει για τη ζωή. Αλλωστε, γι’ αυτό δεν ενδίδει στα εκατοµµύρια των µεγαλοεργολάβων για να γκρεµιστεί το σπίτι του. Γι’ αυτό είναι οάνθρωπος που όλοι ζηλεύουµε στην πολυκατοικία µας αλλά ποτέ δεν θα τον ακολουθήσουµε. Ποτέ δεν θα του µοιάσουµε». Καληνύχτα (για πάντα), αξέχαστε γείτονα.(" ΤΑ ΝΕΑ` 26-1-2011).
3: ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΟΛΟΓΙΑ. Η είδηση είναι εντυπωσιακή. Εως το τέλος του έτους θα είναι έτοιµη η κάρτα του πολίτη, στην οποία θα περιλαµβάνονται ο ΑΜΚΑ, τα στοιχεία ταυτότητας και του ΤΑΧΙS, καθώς και το δηµοτολόγιο. Με την κάρτα αυτή θα µπορεί ο πολίτης να πραγµατοποιεί ηλεκτρονικά όλες τις συναλλαγές του µε το δηµόσιο και να τη χρησιµοποιεί ως ταυτότητα. Πράγµατι, η τεχνολογία σε έναν µεγάλο βαθµό έχει βοηθήσει να είναι η ζωή µας καλύτερη. Οχι όµως για όλους. Η πλειονότητα των Ελλήνων βασανίζεται για να µυηθεί στα µυστικά της σύγχρονης τεχνολογίας. Για παράδειγµα, ο κυρ Χρήστος, ο οποίος νόµιζε ότι το «χαµηλ. µπατάρ.» στην οθόνη του κινητού του είχε σχέση µε άραβα τροµοκράτη και όχι µε τηνένδειξη «χαµηλή µπαταρία». Ο συµπαθήςσυνταξιούχος, εκτός από την οργή του για την περικοπή της σύνταξής του, συνεχίζει να ταλαιπωρείται µε τα τεχνολογικά επιτεύγµατα. Μετά την κάρτα του ΑΜΚΑ, υποχρεώθηκε να παίρνει µέσω τραπέζης την πενιχρή σύνταξή του. Και έτσι «φορτώθηκε» µε pin το οποίο µπερδεύει µε το pin του κινητού του. Με το οποίο έχει αποκτήσει µια σχέση µίσους, αφού δεν µπορεί µε καµία δύναµη να το... κουµαντάρει. Εχει βάλει στη διαπασών την ένταση για να το ακούει όταν χτυπάει, αλλά, µοιραία, ο θόρυβος ξεσηκώνει και τους διπλανούς. Και ο ίδιος φωνάζει δυνατά νοµίζοντας ότι ο συνοµιλητής του δεν τον ακούει. Ασε που για να πάρει τηλέφωνο ή για να απαντήσει σε κλήση πρέπει να αλλάξει τα γυαλιά του και η διαδικασία είναι χρονοβόρα σε σηµείο... εξοργισµού! Kαι σαν να µην έφτανε µόνο το κινητό, τελευταία – µε τα µέτρα ασφαλείας στις τράπεζες – παραµένει εγκλωβισµένος, θορυβηµένος και αγανακτισµένος ανάµεσα στις δύο πόρτες ασφαλείας, ακούγοντας οδηγίες από γυναικείες φωνές και βλέποντας λαµπάκια να αναβοσβήνουν. Εύλογη, λοιπόν, η αγανάκτησή του. Μια αγανάκτηση και άλλων συµπολιτών µας που µέσα στη σκληρή οικονοµική κρίση, µε τη λιτότητα και τα χρέη, παίρνει διαστάσεις εφιάλτη. Χαµένοι στην τεχνολογία, λοιπόν, σε µια τεχνολογία που αδυνατεί να συλλάβει πως τα κύτταρα του εγκεφάλου σ’ έναν 70χρονο είναι σαν τις καµένες αντιστάσεις. (TA NEA 20/1/2011 ).
4. ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ Σηκώθηκα με διάθεση. Άνοιξα ραδιόφωνο, με χαρούμενη μουσική. Όλοι οι σταθμοί ειχαν κέφια. Ετοιμάστηκα. Στις ειδήσεις όλα ήταν χαρμόσυνα. Μειώθηκε το χρέος και τα ελλείμματα, έπεσαν τα σπρεντς, έπεσαν τα επιτόκια, σε υψη-ρεκορ το χρηματιστήριο, τέλος οι ουρές αναμονής στο ΙΚΑ, παρελθόν οι μίζες και η διαφθορά. Στο 2% η ανεργία. Στο ασανσέρ άκουσα μια μεγάλη καλημέρα απο τον αμίλητο του πέμπτου. Η πρώτη έκπληξη.
Στο δρόμο δεν βρήκα κίνηση. Δεν άκουσα ούτε ενα κορνάρισμα. Δεν είδα ούτε μια μούντζα. Ούτε ενα σκουπίδι στους δρόμους. Ούτε ενας δεν μιλούσε στο κινητό. Και οι οδηγοί, με περισσή ευγένεια, σταματούσαν για να περάσουν οι πεζοί. Εξεπλάγην που ο ταξιτζής, μπροστά μου, με τα αλάρμ αναμενα ζήτησε συγγνώμη -με μια χειρονομία- γιατί καθυστέρησε για να πάρει πελάτη. Δεύτερη έκπληξη.
Στο μετρό όλοι ήταν χαμογελαστοί, διάβαζαν λογοτεχνικά βιβλία και εφημερίδες. Και οι νεότεροι προσέφεραν τη θέση τους στους ηλικιωμένους. Ήμουν μάλιστα μάρτυρας ενός άγριου καβγά μεταξύ δυο νέων για το ποιός θα δώσει πρώτος τη θέση του σε μια ηλικιωμένη. Τσιμπήθηκα. Τρίτη έκπληξη.
Στην Πανεπιστημίου κεφάτοι άνθρωποι στο δρόμο. Τα μαγαζιά γεμάτα. Γυναίκες φορτωμένες με τσάντες απο ψώνια. Κίνηση. Ρυθμός. Τα πρωτοσέλιδα διθυραμβικά για το θαύμα της ελληνικής οικονομίας με εξαγγελίες για σημαντικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων. Η τροικα παρελθόν. Τα πεζοδρόμια να αστράφτουν και χωρις να εχουν παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τέταρτη έκπληξη. Τσιμπήθηκα.
Στον ``Ευαγγελισμό`, που πήγα για να επισκεφθώ συγγενή μου, ένοιωσα οτι δεν βρίσκομαι στην Ελλάδα. Τι χλιδή, τι καθαριότητα, τι οργάνωση. Να τα χαμογελα και οι φιλοφρονήσεις. Ούτε μια διαμαρτυρία. Μάλιστα ακομη και υγιέστατοι ζητούσαν να επισεφθουν το νοσοκομείο-πρότυπο.
Στην Ομονοια(και στις γύρω περιοχές) `εξαφανίστηκαν `` οι μετανάστες και οι ναρκομανείς. Και οι τουρίστες δεν προλαβαίνουν να τραβούν βίντεο και φωτογραφίες μπροστά σε αυτή την μοναδική ομορφιά.
Ηταν μεσημέρι, οταν κοντά στην Κλαυθμώνος μια 25χρονη ξανθια με γούνα, μίνι και ψηλές μπότες, μου ``έκλεισε το μάτι ``. Κεραυνός. Σεισμός. Τσιμπήθηκα μέχρι.. μαυρίσματος. Γύρισα πίσω μου και ξαναγύρισα, μήπως κάνω λάθος. Και αυτη, φιλήδονα - με προκλητική ευθύτητα -μου ζήτησε να πάμε για καφέ. Καμία έκπληξη. Πάντα ζουσα στον κόσμο μου. (TA NEA-16/02/2011).
2013-09-23