Χαράτσι και στη στάνη
Χαράτσι και στη στάνη
Ο κερασφόρος αρχηγός,αφού έφαγε καλά
συγκέντρωσε τα πρόβατα και έτσι τους μιλά:
Κριάρι:-Άκουσα, κάποιος υπουργός,απόγονος τσοπάνη
φόρο αποφάσισε βαρύ,να βάλει και στη στάνη.
Πρέπει λοιπόν να σώσουμε το φτωχικό μαντρί μας,
ν’αυξήσουμε ποιοτικά και την παραγωγή μας,
γάλα κι αρνιά τα θηλυκά και όλοι το μαλλί μας.
Σκύλος:-Συ ρε κηφήνα κερατά που θέλεις να διατάζεις
κι όταν σου λείπει το φαΐ,μπεμπέ-μπεμπέ φωνάζεις,
που όλο το χρόνο το μαντρί και πέριξ τα κοπρίζεις
και μόνο κάθε Αύγουστο για λίγο σαλιαρίζεις,
πώς σκέφτεσαι τ’αφεντικό να το βοηθήσεις σήμερα,
που το χαράτσι αν θα μπει,θα πάει για τα σίδερα;
Κριάρι:-Ποτέ μου στα κοπρόσκυλα δεν είχα εμπιστοσύνη,
που βγαίνουν και γαυγίζουνε όποιον φαΐ δε δίνει
κι αν ξένος ξεροκόμματο τους ρίξει μια φορά,
του γλείφουν τα παπούτσα του κουνώντας την ουρά.
Xωρίς εμένα,μάθε το,αρνί δε βγαίνει ή γάλα,
γι’αυτό και σχέδια σήμερα κατάστρωσα μεγάλα.
Βιάγκρα λοιπόν παράγγειλα-τογνήσιο βεβαίως-
να κάνω στο ακέραιον του κριαριού το χρέος.
Θα φέρουμε κι εφτά ρομά γεννούσες προβατίνες,
που έξι αρνιά θα κάνουνε σε κάθε δύο μήνες.
Ανάπτυξη χρειάζεται ,το έχεις καταλάβει;
Μα πού να κταλάβεις συ που είσαι ντιπ κουτάβι!
Απ’αύριο αρχίζουμε δουλειά πρωί-πρωί
κι όλες τις προβατίνες μας θα βάνεις στη γραμμή.
Θα’χεις τα μάτια σου ανοιχτά καμμιά να μη ξεφύγει
και παίρνοντας το χάπι μου θ’αρχίσω το κυνήγι.
Κι αν έρθει και αρμόδιος χαράτσι να εισπράξει,
μπορεί πάνω στη φούρια μου και πήδημα ν’αρπάξει.
Σκύλος:-Το τελευταίο άσ’το σ’εμέ που πιο ψηλά πηδώ
και ας τολμήσει εισπράκτορας να φτάσει ως εδώ.
Ώρες μεταλλικές
Σιδερένια αυγή
Ξυπνάει πρωί ο υπουργός και πέφτει ο μπαλτάς,
μισθοί, συντάξεις κόβονται και το φτωχό ΕΚΑΣ.
Παίρνει της Τρόικας το σφυρί χτυπά τα κούτελά μας,
μικρομεσαία διάσειση παθαίνουν τα μυαλά μας
και σαν μαχαίρι ο νόμος του με άρθρα όλο φοβέρα
μας κόβει κάθε διάθεση να πούμε ..καλημέρα.
Χάλκινο μεσημέρι
Το μεσημέρι το ασημί
με την κουβέντα ,το κρασί
και τις ωραίες γεύσεις,
έγινε τώρα χάλκινο με τις πολλές νοθεύσεις,
την ανεργία,τη στέρηση και την απελπισιά
που φώλιασε μες το μυαλό βαθειά και την καρδιά.
Χρυσή βραδιά
Ας πάει στο διάολο το πρωί,ας πάει το μεσημέρι,
ας περπατήσουμε μαζί το βράδυ χέρι-χέρι,
όταν θα σβήνει στα μαλλιά σου η δύση η χρυσαφένια
και να κοιτώ στα μάτια σου να φεύγει η κάθε έννοια.
του Πάνου Α. Ροντογιάννη
17-11-13