"Το σπιτάκι στο χωριό"
Γράφει ο Πάνος Ροντογιάννης
Είμ’ένα σπίτι παλαιό σαρακοφαγωμένο
μισόν αιώνα έρημο και εγκαταλειμμένο.
Μόνο οι μισές απόμειναν στη στέγη λαμαρίνες
που βγάνουν μουσικούς ρυθμούς τους χειμερίους μήνες.
Αφού ο σεισμός εγκρέμισε τα σπίτια από πέτρα
φκιάξαν εμένα ξύλινο τριάντα έξι μέτρα.
Όσα παιδιά γεννήθηκαν μες τη ζεστή αγκαλιά μου,
μεγάλωσαν και γέρασαν ,εφύγαν μακριά μου.
Τα χέρια που με φκιάξανε σκόνη έχουν γίνει τέλος.
Μα να’ν καλά ο αρχηγός, ο μέγας Βενιζέλος,
γεια σου και σένα υπουργέ φιλόσοφε Στουρνάρη,
σεις μόνοι την αξία μου επήρατε χαμπάρι.
(Με ήτα σ’εγραψα υπουργέ μα ίδια έχει αξία,
το άλφα δε μου έβγανε ομοιοκαταληξία).
Χαράτσι ο πρώτος έβαλε, ο δεύτερος τ’αυξαίνει,
το βλέπει ο νοικοκύρης μου κι απ’το μυαλό του βγαίνει.
-Εδώ φαΐ δεν έχουμε,λίγο λαδάκι μόνο
και θα’χω εσέ παλιόσπιτο χαράτσια να πληρώνω;
Μια μέρα πήρε ένα γκασμά,λοστό και μια βαρειά
και με χτυπούσε στα πλευρά τα κεντροδεξιά.
Έβριζ’εμέ, τους υπουργούς,Βουλή και ό,τι άλλο
μες το μυαλό του’ρχότανε από θυμό μεγάλο.
Μα όταν για δεύτερη φορά με χτύπησε και τρίτη
και είδε να πετάγονται ποντίκια απ’το φεγγίτη,
μεμιάς η όψη άλλαξε ,εγλύκανε η ματιά του,
πέταξε αμέσως καταγής τα παλιοσύνεργά του,
με κοίταξε ,μου γέλασε, μου χάιδεψε τους τοίχους,
έγιν’αμέσως ποιητής και μου’πε αυτούς τους στίχους:
-Δεν ήξερα ,σπιτάκι μου ,πως έχεις τόση αξία
και ήρθα και σε χτύπησα με λύσσα και μανία.
Πάρε ένα απ’τα καδρόνια σου που είναι τρύπα-τρύπα
και δος μου μια στη πλάτη μου και το κεφάλι χτύπα.
Συχώρα με τον άμυαλο και θα σε διορθώσω,
τις τρύπιες λαμαρίνες σου θα τρέξω να μπαλώσω
για να μη μπαίνει η βροχή κι οι ποντικοί κρυώνουν,
αλλά θα φέρω και τροφή γοργά να μεγαλώνουν.
Γίδια,γουρούνια, πρόβατα δεν έχω να ταγίσω,
μα νηστικούς τους ποντικούς ποτέ τους δε θ’αφήσω.
Σε κάποια πόλη, έχω ακουστά, τους βράζαν σ’ένα κάδο
και αθλητές γινόντανε όσοι έτρωγαν στιφάδο.
Το πρόβλημά μου έλυσες αγαπητό σπιτάκι
και δεν θ’αφήσω να’ρχεται εδώ… ούτε γατάκι.
2013-11-26