Οι αγορές
Γιος:-Τι είναι, πατέρα, οι αγορές που κάθε μέρα ακούμε,
που λέει κι ο πρωθυπουργός πως σύντομα θα βγούμε;
Πατέρας:-Ρώτα, παιδί μου, τη μαμά που ξέρει από ψώνια,
γιατί εγώ έχω να βγω, κοντεύουν έξι χρόνια.
Γιος:-Τι είναι, μαμά, οι αγορές και τα λοιπά και τα λοιπά;
Μαμά:-Ρώτα παιδί μου τη γιαγιά,
που είναι μεγαλύτερη αλλά και ξέρει τόσα
κι όταν παρούσα ειν’αυτή εγώ δεν έχω γλώσσα.
Μα δος της πρώτα ένα φιλί γιατί’ναι όλο γκρίνια.
Γιαγιά:- Να πας στη λαϊκή αγορά να φέρεις μανταρίνια.
-Αχ πέρσι πήγαινα κι εγώ έστω και κούτσα-κούτσα,-
μα να ζητήσεις τα γλυκά και τα χωρίς κουκούτσα
κι ακόμα σπουδαιότερο να είν’τα πιο φθηνά.
Επήγε και της έφερε και βγήκανε ξινά.
Γιαγιά:-Αχ βόηθα Θεέ μου τη φτωχή κάνα κακό μη μού’ρτει..
Ξινό παιδί μου τρώγεται μονάχα το γιαούρτι.
Αυτά ας τα φαέι ο πατέρας σου και να μου τα χρωστάει,
που όλο στη τηλεόραση ζόρκες κρυφοκοιτάει.
Τρώει ο πατέρας τα ξινά-βρήκε το διάολό του-
όμως μιλάει ήρεμα και λέει σιγά στο γιο του:
-Κατάλαβες παιδάκι μου τι είν’οι αγορές;
Αν έχεις χρήματα πολλά ψωνίζεις ό,τι θες,
μα αν δεν έχεις και ζητάς να βρεις τα πιο φθηνά
θα φας τα σκάρτα, τ’άχρηστα αλλά και τα ξινά.
Γιος:-Γιατί δε φύτεψες κι εσύ μία μανταρινιά
να τρώμε φρούτα ώριμα κι εμείς κι η γειτονιά;
Πατέρας:-Ό,τι κι αν κάμω, μια γιαγιά ή μια μαμά θα ορίζουν
εγώ να τρώγω τα ξινά και τ’άντερο να πρήζουν.
Μονολογεί χωρίς ν’ακούγεται:
Αχ παιδί μου,
Υπάρχουν κι άλλες αγορές,στο μέλλον θα τις νοιώσεις,
που άλλοι πήραν κι έφαγαν κι εσύ θα τα πληρωσεις.
2014-01-20
Πάνος Αν. Ροντογιάννης