Ελληναράδες..
του Παναγιώτη Α. Ροντογιάννη
Ελληναράδες
Σ’ένα μνήμα ένας ηλικιωμένος κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια λεει:
Αν ζούσες,μάνα μ’,εκατό θα είχες τώρα χρόνια
και θα χαιρόσουν παίζοντας με τρία δισεγγόνια.
Δώδεκα χρόνια,μάνα μου,βρίσκεσαι μες τη γη,
μα εγώ σε νοιώθω σπίτι μας σαν να’σαι ζωντανή.
Με κάθε πρώτη του μηνός,τη σύνταξή σου παίρνω
και άνθη εδώ στο μνήμα σου κάθε χρονιά σου φέρνω
και κάθε ψυχοσάββατο σ’ανάβω το καντήλι,
να βλέπουν πόσο σ’αγαπώ οι γείτονες κι οι φίλοι.
Φεύγει..κι ακούει μια φωνή σαν να’βγαινε απ’τον τάφο:
-Θα με σχωρέσεις Κύριε,που γιο έχω πλαστογράφο;
-Α να χαθείς ρε μάνα μου,πήγες να με τρομάξεις.
Ενόμισα πως ήτανε ο υπουργός κι η ΤΑΞΙΣ.*
Στο ταξί
-Κυρ ταξιτζή μου,πού με πας;Δυο ώρες φέρνεις βόλτα
κι ακόμα δε σταμάτησες μπρος στη δική μου πόρτα.
-Σ’όλους τους δρόμους και στενά σε πάω και σε φέρνω,
γιατί δε θέλω άδικα επίδομα να παίρνω.
Είμαι τυφλός ,κυρία μου,και ζω μες τα σκοτάδια.
Ιδού του οφθαλμίατρου και του Νομάρχη η άδεια.
*Σύστημα ηλεκτρονικού ελέγχου οικονομικών παραβάσεων.
Σημ.Πολλοί πολίτες παίρνουν τη σύνταξη νεκρών συγγενών τους
και πολλοί άλλοι παιρνουν επίδομα τυφλότητας,χωρίς να είναι τυφλοί.
2014-02-12