Πλειστηριασμοί
Σαράντα χρόνια αφεντικό, δε χόρτασε ακόμα
κι όσα δε παίρνει με κλεψιά τα παίρνει με το νόμο.
Πιάνει και λέει στους δούλους του:-Τα άλογα σελώστε,
μια λυγερή παντρεύεται, να της μιλήσω θέλω.
Καβαλικεύει τ’άλογο, στην εκκλησιά τη βρίσκει.
-Δώσε μου κόρη μ’το φλουρί, δος μου το δαχτυλίδι.
Εσένα δε χρειάζεται, εσύ έχεις την αγάπη.
Δε πρόφτασε η λυγερή να πει το ναι ή τ’όχι
το δαχτυλίδι άρπαξε και φεύγει καβαλάρης.
Ο γερο-Θύμιος μου χρωστάει, πάμε να τονε βρούμε
κι αν δε μας δώσει τον παρά του παίρνομε το σπίτι.
Επήγαν και τον βρήκανε, τον έβαναν στο μνήμα.
Βαρύς θυμός τον έπιασε,το αίμα στο κεφάλι
βγάνει φωνή και τρόμαξαν κι αυτοί οι νεκροθάφτες.
-Μη τονε παραχώνετε, να του μιλήσω θέλω,
να πω τ’αντίο το στερνό πριν φύγει από τον κόσμο.
Γέροντα Θύμιο έφυγες και ποιος θα με πλερώσει;
Πηδάει από το άλογο, στον τάφο κατεβαίνει,
το στόμα ανοίγει του νεκρού,του παίρνει χρυσό δόντι.
Δε πρόφτασε να ξαναβγεί πέφτει κι εκείνος μέσα
του μπάρμπα-Θύμιου παίρνοντας μισό στερνό του σπίτι.
Παν. Αν. Ροντογιάννης
2014-03-31