lefkada-news

Ο κεραυνός του Δία

Ο Δίας στο κατάκορφο του Όλυμπου έχει κάτσει,

εδιάβασε τα γράμματα, δεν του’βαλαν χαράτσι,

ήπιε το νέκταρ σε κουτί, χυμό από έξι φρούτα,

δεν χόλωσε που του’φυγε η Ήρα πια η φαφούτα,

πήρε το κιάλι κοίταξε τη χώρ’απ’άκρη σ’άκρη

εμάζεψε δυο σύγνεφα, του κύλησε ένα δάκρυ,

θυσίες δεν του γίνονται, σπανίζουν ντόπια βόδια,

εκτός αυτών που στέκονται σε δύο τώρα πόδια,

και κάνουν ό,τι τσ’έρχεται στο βοδινό κεφάλι.

-Ολύμπιοι,  ο τόπος μας σε μαύρο είναι χάλι.

 

Με τους σεισμού, με τα νερά και με τ’αστραποβόλι

όμορφη χώρα έφκιαξα να τη ζηλεύουν όλοι.

Έχει το φως τ’Απόλλωνα, σαν την Ελένη λάμπει,

μοσχογελούν σαν έρωτες βουνά, πελάγη, κάμποι.

Εδώ τα μάρμαρα έγιναν με το καλέμι πνέμμα

κι εδώ τραγούδια γράφτηκαν αθάνατα με αίμα.

 

Μα δες, πώς τα’φερ’ο καιρός, πώς γύρισαν οι χρόνοι

και την κοιτάζω σήμερα, βαθειά και με πληγώνει.

Πώς την εκάμαν ρημαδιό,.. την πιο έξυπνη γεννιά

περιφρονούν  σαν τον φτωχό που βγήκε ζητιανιά.

Κι αυτή η δόλια αισθάνεται σαν λαθρομετανάστης,

που στέκει απ’το κεφάλι του επάν’ένας δυνάστης.

 

Απ’τους παλιούς που ήξερα εδώ μείναν ακόμα,

μονάχα οι εκατόγχειρες που ήρθαν μ’άλλο σώμα.

Σαν δήθεν μεγαλόπνοοι, σαν δήθεν με σοφία

μα με στομάχια άπληστα πήραν την εξουσία

και με τις μίζες κλέψανε και με το νόμο αρπάξαν

και τον λαό στα διεθνή τα όρνια τον πετάξαν.

Αν βρούνε τρεις να εργάζονται, τους δύο τους σκολάζουν

κι από τον  τρίτο που’μεινε, μισή μπουκιά τ’αρπάζουν.

Και πέσαν τόσο χαμηλά στη λάσπη, που να λένε

«όλοι μαζί τα φάγαμε»,-ε βρε λαέ καημένε-.

 

Το νόμο που ήτανε παλιά τ’αδύνατου η ελπίδα

αυτοί τον κάμαν της καρδιάς και του μυαλού αλυσίδα,

να μη μπορούν να σκέφτονται να μη μπορούν να δρουν,

το δρόμο που χρειάζονται να μη μπορούν να βρουν.

 

Εγώ που είχα δύναμη τ’αστροπελέκι-νου

πάρτο λαέ κι αποχωρώ, δώρο είναι τ’ουρανού.

Μισοκοιμάτ’η Θέμιδα, η Αθηνά στον Άδη,

πάρε τ’αστροπελέκι μου και χτύπα το σκοτάδι.

 

Παν.Αν Ροντογιάννης

2014-04-08

>