Απάντηση στους γερμανούς καλλιτέχνες που σατιρίζουν υβριστικά τους Έλληνες
Του Πάνου Ροντογιάννη
Είπατε πως οι Έλληνες είν`όλοι μπαταχτσήδες
και πώς για κάποια ανάκαμψη χαθήκαν οι ελπίδες,
αφού στον τόπο εργάζονται μονάχα οι σουβλατζήδες..
Σας είπαν, λέει, απ`των Δελφών το ιστορικό μαντείο
πως θα σας ξεχρεώσουμε το τρεις χιλιάδες δύο.
Τη «φέτα» ειρωνεύεστε, πως έχει κάποια κάποια αξία,
διότι βγαίνει με πολύ «υψηλή τεχνολογία»!
Λέτε ότι είμαστε μπελάς στα οικονομικά σας,
γιατί πια δεν ψωνίζουμε τα αυτοκίνητά σας.
Πως η Ελλάδα βρίσκεται λιγάκι προ του χάους
και με χαρά κραυγάζετε: Απ`την Ευρώπη ράους!
Όχι μαντεία, μα η ζωή σαφέστατα το λέει
πως σεις δε μας πληρώσατε τα παλαιά σας χρέη.
Θα κάνατε καλύτερα αν λέγατε κι αυτά
που αφορούν τη χώρα σας και είν`αληθινά:
Εδώ Γερμανία
Οι «ένδοξοι» παππούδες μας, τον περασμένο αιώνα
εβούτηξαν στο αίμα της, την ήπειρο ως το γόνα.
Σε δύο χρόνια πήρανε την γείτονα Αυτρία,
την Πολωνία φάγανε και Τσεχοσλοβακία.
Με άγριο βομβαρδισμό των δυτικών κρατών
τονώθηκ` παραγωγή βλημάτων και βομβών.
Για να δοθεί ανάκαμψη και στην οικονομία
και να μειώσουν δραστικά τη φοβερή ανεργία,
πέντε εκατομμύρια εκάψανε Εβραίους,
γυναίκες κι άντρες, γέροντες, κορίτσια και νέους.
Στρατιώτης που εγύρισε στο τέλος στην πατρίδα
έλεγε δίχως δάκρυα:-Σας λέω ό,τι είδα:
«Έπρεπε όλοι οι λαοί να σκύψουν το κεφάλι
μπρος στην περήφανη άρεια φυλή μας τη μεγάλη.
Η Ελλάδα π`αντιστάθηκε σκληρά στο σύμμαχό μας
γρήγορα θα εγνώριζε κι εκείνη το στρατό μας.
Θα ετιμωρείτο αυστηρά για ανυπακοή
διότι δεν επέδειξε ευθύς υποταγή.
Σ`όλο τον κόσμο είναι γνωστό από πολλούς αιώνες,
πως όποιος έχει το χρυσό φτιάχνει και τους κανόνες.
Ό,τι χρυσό τ`αρπαζαμε, τις βέρες μέχρι δόντια,
από την πείνα πέθαιναν και νέοι και γερόντια.
Πιστεύαμε στου έθνους μας τη πιο μεγάλη νίκη
και παίρναμε αρχαιότητες για την Πινακοθήκη.
Τους καίγαμε όλα τα σπαρτά που βρίσκαμε εμπρός μας,
φέτα όπου ήταν και ψωμί το έρωγε ο στρατός μας.
Τους βάλαμε να δανειστούν, πήραμ`εμείς τα χρήματα
κι εκείνοι θεονήστκοι εσέρνανε τα βήματα
Για τις ζημιές και δάνειο βεβαίως δικαστήκαμε,
βεβαίως δεν πληρώσαμε, γι`αυτό κι αναστηθήκαμε.
Η πλήρης απάντηση έχει ως εξής:
Απάντηση στους γερμανούς καλλιτέχνες
που σατυρίζουν υβριστικά τους Έλληνες
Είπατε πως οι Έλληνες είν`όλοι μπαταχτσήδες
και πώς για κάποια ανάκαμψη χαθήκαν οι ελπίδες,
αφού στον τόπο εργάζονται μονάχα οι σουβλατζήδες..
Σας είπαν, λέει, απ`των Δελφών το ιστορικό μαντείο
πως θα σας ξεχρεώσουμε το τρεις χιλιάδες δύο.
Τη «φέτα» ειρωνεύεστε, πως έχει κάποια κάποια αξία,
διότι βγαίνει με πολύ «υψηλή τεχνολογία»!
Λέτε ότι είμαστε μπελάς στα οικονομικά σας,
γιατί πια δεν ψωνίζουμε τα αυτοκίνητά σας.
Πως η Ελλάδα βρίσκεται λιγάκι προ του χάους
και με χαρά κραυγάζετε: Απ`την Ευρώπη ράους!
Όχι μαντεία, μα η ζωή σαφέστατα το λέει
πως σεις δε μας πληρώσατε τα παλαιά σας χρέη.
Θα κάνατε καλύτερα αν λέγατε κι αυτά
που αφορούν τη χώρα σας και είν`αληθινά:
Εδώ Γερμανία Ντόιτς σπίγκελ
Οι «ένδοξοι» παππούδες μας, τον περασμένο αιώνα
εβούτηξαν στο αίμα της, την ήπειρο ως το γόνα.
Σε δύο χρόνια πήρανε την γείτονα Αυτρία,
την Πολωνία φάγανε και Τσεχοσλοβακία.
Με άγριο βομβαρδισμό των δυτικών κρατών
τονώθηκ` παραγωγή βλημάτων και βομβών.
Για να δοθεί ανάκαμψη και στην οικονομία
και να μειώσουν δραστικά τη φοβερή ανεργία,
πέντε εκατομμύρια εκάψανε Εβραίους,
γυναίκες κι άντρες, γέροντες, κορίτσια και νέους.
Στρατιώτης που εγύρισε στο τέλος στην πατρίδα
έλεγε δίχως δάκρυα:-Σας λέω ό,τι είδα:
«Έπρεπε όλοι οι λαοί να σκύψουν το κεφάλι
μπρος στην περήφανη άρεια φυλή μας τη μεγάλη.
Η Ελλάδα π`αντιστάθηκε σκληρά στο σύμμαχό μας
γρήγορα θα εγνώριζε κι εκείνη το στρατό μας.
Θα ετιμωρείτο αυστηρά για ανυπακοή
διότι δεν επέδειξε ευθύς υποταγή.
Σ`όλο τον κόσμο είναι γνωστό από πολλούς αιώνες,
πως όποιος έχει το χρυσό φτιάχνει και τους κανόνες.
Ό,τι χρυσό τ`αρπαζαμε, τις βέρες μέχρι δόντια,
από την πείνα πέθαιναν και νέοι και γερόντια.
Πιστεύαμε στου έθνους μας τη πιο μεγάλη νίκη
και παίρναμε αρχαιότητες για την Πινακοθήκη.
Τους καίγαμε όλα τα σπαρτά που βρίσκαμε εμπρός μας,
φέτα όπου ήταν και ψωμί το έρωγε ο στρατός μας.
Τους βάλαμε να δανειστούν, πήραμ`εμείς τα χρήματα
κι εκείνοι θεονήστκοι εσέρνανε τα βήματα,
γριούλες μισοζώντανες τις ρίχναμε στα μνήματα.
Ό,τι γι`αυτούς ήταν φριχτό
ήταν για εμάς πολύ σωστό.
Κλείναμ`ανθρώπους σε σκολειά και βάναμε φωτιές
κι ηδονικά οσφραινόμαστε τις σάρκες τις ψητές.
Καλάβρυτα και Δίστομο και το μικρό Κοσμάτι,
ο φούρνος που εψήσαμε γυναίκες στο Χορτιάτη,
είναι χωριά π`απόχτησαν σ`όλο τον κόσμο φήμη
απ`τα μνημεία που στήθηκαν στ`αγώνα μας τη μνήμη.
Τριών χιλιάδων Ιταλών συμμάχων στ`Αργοστόλι
τους σπάσαμε τα καύκαλα με σφύρα και πιστόλι.
Και ο Κορέλι ο λοχαγός κρατώντας μια κιθάρα
μπροστά στο λόχο του έπεσε από δικά μας σμπάρα.»
Για τις ζημιές που κάναμε βεβαίως δικαστήκαμε,
βεβαίως δεν πληρώσαμε, γι`αυτό κι αναστηθήκαμε.
Βεβαίως νικηθήκανε οι ένδοξοι προγόνοι μας,
στη μνήμη τους ευλαβικά κλείνομε εμείς το γόνυ μας.
5-2-15