Παρουσιάστηκε το "Γάλα", ένα έργο που φωτίζει μια σκληρή πλευρά της ζωης.
Ίσως όχι ιδιαίτερα ευχάριστη αλλά σίγουρα καθόλου αδιάφορη και βαρετή δεν ήταν η χθεσινή βραδιά όσων επέλεξαν να παρακολουθήσουν το θεατρικό έργο «Το γάλα», του Βασίλη Κατσικονούρη με το θίασο της Άννας Βαγενά, που παρουσιάστηκε στο κατάμεστο απο θεατές Ανοιχτό θέατρο της Λευκάδας.
«Το γάλα», είναι ένα δραματικό έργο, το οποίο πραγματεύεται την ιστορία μιας μητέρας μετανάστριας από την πρώην Σοβιετική Ένωση, που με τους δυο γιους της, προσπαθούν να προσαρμοσθούν και να επιβιώσουν στην Ελλάδα. Τα πράγματα όμως για την οικογένεια δυσκολεύουν εξαιτίας της ψυχικής ασθένειας του ενός από τους δύο γιους της, ο οποίος πάσχει από σχιζοφρένεια.
Τα βασικά θέματα που υπήρχαν στο έργο ήταν η σχιζοφρένεια, η μετανάστευση, ο κοινωνικός ρατσισμός, και η σχέση ανάμεσα σε γιο και μητέρα. Αυτά τα έντονα θέματα, καθώς και η συγκλονιστική και απόλυτα ρεαλιστική ερμηνεία των ηθοποιών συντέλεσαν στη παρουσίαση μιας δυνατής παράστασης που μας έδειχνε μια σκληρή πλευρά της ζωής .
«Η ψυχή μου είναι σημαδεμένη από ένα μαύρο μελάνωμα, που ολοένα μεγαλώνει», λέει σε κάποια στιγμή προς το τέλος του έργου ο αδελφός του πάσχοντος. Όταν, μετά το θάνατο της μητέρας τους, παίρνει την μεγάλη απόφαση να τον κλείσει σε ψυχιατρική κλινική επ’ αόριστον, όπως αναφέρεται στο πόρισμα της διάγνωσης των γιατρών. Γιατί –σύμφωνα με την γυναίκα του- δεν μπορούν να χωρέσουν στο ίδιο σπίτι, έπειτα από το περιστατικό που η ίδια βίωσε, της απόπειρας του βιασμού από τον σχιζοφρενή γαμπρό της.
Ο συγγραφέας επιλέγει αυτό το σκληρό τέλος , θέλοντας να δείξει ότι το ένστικτο του ανθρώπου που σηματοδοτεί την εξέλιξη του στο πέρασμα των γενεών, είναι μεγαλύτερο από τον αναγκαίο αποχωρισμό των αδελφών, που απαιτείται για την δημιουργία μιας νέας οικογένειας. Η οποία θα φέρει ενδεχομένως έναν απόγονο, που θα έχει την ευκαιρία να ζήσει σε ένα καλύτερο και ασφαλέστερο περιβάλλον. Αφού πλέον θα είναι Έλληνας. Κάτι που τόσο επιθυμούσε η ίδια η μάνα..Να ριζώσουν τα παιδιά της στον τόπο αυτό. Να γίνουν αποδεκτά από την κοινωνία και να προοδεύσουν.
Ένα έργο τόσο συμπυκνωμένο ώστε δεν αφήνει κανένα κενό, το οποίο διαθέτει δυνατούς διαλόγους, πυκνή ροή, εξαιρετικές συγκρούσεις και μοναδικές κορυφώσεις. Έντονη είναι η «τσεχωφική» αγάπη , που τρέφει ο συγγραφέας για τα πρόσωπά του, τα οποία και αποδέχεται όπως είναι.
Η σκηνοθεσία της κας Βαγενά ήταν ικανοποιητική. Η ίδια φαίνεται να ακολούθησε πιστά το κείμενο του συγγραφέα. Ευρηματικό το σκηνικό με τις σημύδες, που παρέπεμπε στην πατρίδα τους τη Ρωσία. Μια πατρίδα-σύμβολο την οποία οπουδήποτε και να βρεθεί ο άνθρωπος την κουβαλάει πάντα μέσα του, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για εξωτερική μετανάστευση.
Ρούλα Γιαννουλάτου