Μουδιασμένη υποδοχή στις γαλλογερμανικές προτάσεις
Στον τίτλο του Spiegel Online «Μεγάλα λόγια - μικρές πράξεις» συμπυκνώνεται η γεύση που άφησαν πίσω τους οι χθεσινές ανακοινώσεις των κ.κ. Μέρκελ και Σαρκοζί για την οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης, με τους επενδυτές ανά την Ευρώπη να δείχνουν απογοητευμένοι από το αποτέλεσμα της συνάντησης των δύο ηγετών.
Τις αποφάσεις χαιρέτισαν η Κομισιόν -με την επισήμανση πως ήδη έχει προτείνει μία σημαντική ισχυροποίηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και της επιβολής τους- όπως επίσης η Ισπανία και η Ιταλία, που εξέφρασαν πάντως την ελπίδα οι προτάσεις αυτές να οδηγήσουν τελικά στην έκδοση ευρωομολόγου.
Σε κοινή τους ανακοίνωση [Βλέπε άρθρο] , ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζοζέ Μπαρόζο, και ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Όλι Ρεν, χαρακτήρισαν τις γαλλογερμανικές προτάσεις «ευπρόσδεκτο βήμα μπροστά στην κοινή μας προσπάθεια να συσφίξουμε την οικονομική διακυβέρνηση στην ευρωζώνη», κάνοντας λόγο για «σημαντική πολιτική συνεισφορά στον διάλογο και την τεχνική προετοιμασία από τους ηγέτες των δύο μεγαλύτερων οικονομιών της ζώνης του ευρώ».
Μαδρίτη και Ρώμη ελπίζουν ακόμη σε ευρωομόλογο
Στη Μαδρίτη εκπρόσωπος της κυβέρνησης εκτίμησε από την πλευρά του, πως οι χθεσινές δηλώσεις Μέρκελ-Σαρκοζί αυξάνουν τις πιθανότητες έκδοσης κοινών ευρωομολόγων: «Όσο περισσότερο κινούμαστε προς την ολοκλήρωση της οικονομικής πολιτικής, τόσο πλησιέστερα πηγαίνουμε στην ιδέα των ευρωομολόγων», υποστήριξε σε συνέντευξή του στον κρατικό ραδιοσταθμό ο εκπρόσωπος του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος, Χοσέ Μπλάνκο.
Στην Ιταλία, ο Φαμπρίτσιο Τσικίτο, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος Λαός της Ελευθερίας (PDL) του πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, δήλωσε ότι η κυβέρνηση βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με τη Γερμανίδα καγκελάριο και το Γάλλο πρόεδρο, εκφράζοντας παράλληλα την ελπίδα ότι η κ. Μέρκελ «θα θερμάνει τα σχέδια για ένα ευρωομόλογο». «Ελπίζουμε», είπε, «ότι η Μέρκελ θα πειστεί για την αξία των ευρωομολόγων το Σεπτέμβριο».
SPD: «Δεν προσέφεραν κάποια λύση»
Κριτική στις ανακοινώσεις Μέρκελ-Σαρκοζί άσκησαν οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) στη Γερμανία, καθώς όπως είπαν, η χθεσινή συνάντηση «απέρριψε την έκδοση ευρωομολόγου και δεν υπέδειξε κάποια ικανοποιητική λύση στην κρίση χρέους», την ώρα που τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού -Φιλελεύθεροι (FDP) και Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) επαναλάμβαναν την αντίθεσή τους στο κοινό ομόλογο.
«Οι προτάσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν προσφέρουν κάποια λύση» υποστήριξε ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγιερ, για να σημειώσει στη συνέχεια πως «υπό αυστηρή πίεση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ευρωζώνη ύστερα από μία δραματική "βουτιά" των αγορών, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν σε μια δέσμη προτάσεων για την δημοσιονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης, αλλά είπαν όχι, προς το παρόν, στην έκδοση ευρωομολόγου, απογοητεύοντας τους επενδυτές».
«Η κ. Μέρκελ απλώς ικανοποίησε τους μικρότερους εταίρους του κεντροδεξιού συνασπισμού της, τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP), ενώ ο Γάλλος πρόεδρος έδειχνε πιο ανοιχτός στην ιδέα του ευρωομολόγου... Μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι ο πρόεδρος της Γαλλίας δεν αποκλείει τα ευρωομόλογα», δήλωσε ο κ. Στάινμαγιερ στο κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο ARD.
Επιφυλακτικός ο γερμανικός Τύπος
Επιφυλακτικός στην υποδοχή των προτάσεων του γαλλογερμανικού άξονα ήταν ο γερμανικός Τύπος:
«Μέρκελ και Σαρκοζί ζητούν φρένο χρέους» ήταν ο τίτλος της έγκυρης και Sueddeutsche Zeitung. Η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στο γερμανόφωνο χώρο σημειώνει ότι «Γαλλία και Γερμανία θέλουν να ενισχύσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρώπη, για να αποτρέψουν μελλοντικές κρίσεις χρέους».
Με πρωτοσέλιδο τίτλο «Μέρκελ και Σαρκοζί υπέρ της ευρωπαϊκής οικονομικής κυβέρνησης» κυκλοφόρησε σήμερα η συντηρητική Frankfurter Allgemeine Zeitung, ενώ η οικονομική Handelsblatt έγραφε: «Ανοιχτός δρόμος για την ευρωπαϊκή οικονομική κυβέρνηση - Μέρκελ και Σαρκοζί δίνουν το καλό παράδειγμα».
Για «Γερμανική εντολή λιτότητας για την Ευρωζώνη» έκαναν λόγο στο πρωτοσέλιδό τους οι Financial Times Deutschland τονίζοντας πως «Γερμανία και Γαλλία ζητούν από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης ισχυρότερη βούληση για λιτότητα»,
«Γερμανία και Γαλλία σχεδιάζουν μια οικονομική κυβέρνηση της ΕΕ. Το ευρώ θα αποκτήσει τη δική του κυβέρνηση» έγραφε στην πρώτη της σελίδα η Bild.
«Μεγάλα λόγια - μικρές πράξεις» ήταν ο τίτλος του Spiegel Οnline το οποίο μεταξύ άλλων σημειώνει πως «μία κοινή οικονομική κυβέρνηση καλείται να στηρίξει το νόμισμα της Ευρώπης, άλλά ευρωομόλογο και διεύρυνση του μηχανισμού σταθερότητας παραμένουν ταμπού». «Στη συνάντησή τους η καγκελάριος Μέρκελ και ο πρόεδρος Σαρκοζί περιορίστηκαν σε συστάσεις. Έτσι δεν θα μπορέσουν να ηρεμήσουν τις αγορές», εκτιμά το Spiegel.
Τζορτζ Σόρος: Ύστατη λύση τα ευρωομόλογα
Aπό την πλευρά του, ο Τζορτζ Σόρος σε συνέντευξή του στη γαλλική Le Monde παρατηρεί πως αν δεν υπάρξει ολοκληρωμένη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική αρχή για την ευρωζώνη, η αγορά θα σκέπτεται πάντα ότι μπορεί να κερδίσει σε βάρος του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος.
«Η ευρωζώνη, όπως έχει οικοδομηθεί, δεν έχει δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική αρχή. Όσο δεν υπάρχει αυτή η δύναμη, η αγορά θα πιστεύει πως μπορεί να κερδίσει. Εχει απέναντί της την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Όμως η εξουσία της περιορίζεται στο να επιλύει τα προβλήματα ρευστότητας για να αποκαθιστά την ομαλότητα στις αγορές χωρίς να επιτίθεται στα προβλήματα φερεγγυότητας των κρατών», επισημαίνει ο Σόρος, σημειώνοντας πως τα ευρωομόλογα αποτελούν «ύστατη λύση»:
«Ο Νικολά Σαρκοζί είχε δίκιο όταν είπε, την Τρίτη, πως τα ευρωομόλογα πρέπει να εξεταστούν στο τέλος της διαδικασίας. Πρέπει να είναι ο στόχος. Για να ξεπεράσουν τη δυσκολία, οι χώρες μέλη πρέπει να χρηματοδοτούνται με λογικό κόστος. Το πρόβλημα, στη συνέχεια, θα είναι να τεθεί ένα όριο στα δάνεια των διαφόρων κρατών», αναφέρει μεταξύ άλλων στη συνέντευξή του ο Τζορτζ Σόρος.
Μαρκ Ρούτε: Πρώτα κυρώσεις μετά ευρωομόλογα
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, ο οποίος ξεκαθάρισε πως η έκδοση ευρωομολόγων δεν μπορεί να γίνει πριν υπάρξει η δυνατότητα επιβολής αυτόματων κυρώσεων στις χώρες της Ευρωζώνης που δεν τηρούν τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις τους. «Δεν μπορούμε να έχουμε μία μεταβιβαστική ένωση, όπου το χρήμα ρέει από το Βορρά προς το Νότο», επεσήμανε και διεμήνυσε κατά τη χθεσινή συνεδρίαση της επιτροπής οικονομικών υποθέσεων της ολλανδικής Βουλής πως «οι χώρες που δεν τηρούν τους κανόνες πρέπει να τιμωρούνται». «Βρίσκω», συμπλήρωσε, «όλη τη φημολογία για τα ευρωομόλογα εκτός γραμμής, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα αυτό το θέμα» (σ.σ.: των αυτόματων κυρώσεων).
Όπως μεταδίδει το πρακτορείο Reuters, o Oλλανδός πρωθυπουργός δήλωσε πως δεν είναι οπαδός των ευρωομολόγων ή της αύξησης των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ενώ σημείωσε ότι συνεχίζεται στην ΕΕ η συζήτηση σχετικά με την επιβολή αυτόματων κυρώσεων: «Γίνεται ακόμη συζήτηση μεταξύ των αρχηγών των κυβερνήσεων, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις αυτόματες κυρώσεις».
Με τη σειρά του, ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών Γιαν Κις ντε Γέγκερ δήλωσε στην ίδια συνεδρίαση ότι αυτό που υποστηρίζει και προωθεί στην Ευρώπη είναι η ύπαρξη μίας αρχής που θα επιβλέπει τη δημοσιονομική πειθαρχία. «Αυτό», παρατήρησε, «είναι διαφορετικό από ένα ευρωπαϊκό υπουργείο Οικονομικών, το οποίο εκδίδει συλλογικά χρέος».
Την ίδια ώρα, οι εκτιμήσεις των ειδικών για το κατά πόσο τα ευρωομόλογα θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερο επιτόκιο για «καλούς οφειλέτες» όπως η Γερμανία, διίστανται. Ο Πέτερ Μπόφινγκερ, μέλος της επιτροπής "σοφών", δήλωσε στην εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung ότι το ευρωομόλογο θα μείωνε πολύ το οικονομικό ρίσκο για τη Γερμανία. «Αυτή τη στιγμή θα πρέπει σε περίπτωση ανάγκης να στηρίξουμε πραγματικά την Ιταλία και την Ισπανία. Με το ευρωομόλογο δεν θα χρειαζόταν ποτέ κάτι τέτοιο, διότι οι χώρες θα είχαν επαρκή χρηματοδότηση από την αγορά κεφαλαίου», εκτιμά. Αντίθετα, το ινστιτούτο οικονομικών ερευνών του Μονάχου Ιfo υπολογίζει ότι το κόστος υψηλότερων επιτοκίων για τη Γερμανία θα μπορούσε να φτάσει τα 47 δισ. ευρώ, ενώ το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας του Βερολίνου υπολογίζει την επιβάρυνση μόλις στα 10 δισ. ευρώ.
naftemporiki.gr
2011-08-17