lefkada-news

Υγρά μυστήρια

Τα χέλια θα μπορούσαν να αλληγορούν τις αρχαίες νύμφες των νερών, τις Νηρηίδες τις κατοπινές νεράιδες*. Πρόκειται για ένα μυστηριώδες, ένα αλλόκοτο κι εκπληκτικό πλάσμα του υγρού στοιχείου, κάθε βαθμού αλατότητας, αλλά και κάθε απίθανου σημείου όπου υπάρχει νερό. Μέσα από τα υπόγεια ύδατα μπορεί να βρεθεί σε λίμνες, ποτάμια, πηγάδια, λιμνοθάλασσες, στη θάλασσα την ίδια.

Aν και 30 χρόνια στο επαγγελματικό ψάρεμα, ούτε έπιασα ποτέ μου χέλι, ούτε καν είδα στο νερό. Η ιστορία που ακολουθεί, μια πολύ παράξενη ιστορία για μένα που την έζησα, είναι και η μόνη ιστορία που ξέρω με χέλια.

Τα "χέλια"

Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του `80, τους καλοκαιρινούς μήνες, μπαρκάριζα συχνά στο τρεχαντήρι που είχα τότε και έφευγα από τη βάση μου, το Θιάκι, σε πολυήμερα ταξίδια στην περιοχή του Αστακού Αιτωλοακαρνανίας. Ψάρευα τρεις μέρες, πεταγόμουν στον Αστακό για να πωλήσω τα ψάρια και να πάρω λίγες προμήθειες και πάγο και επέστρεφα στα νησιά. Συνήθως ήμουν μόνος. Δεν είχα πρόβλημα με τη μοναξιά, απεναντίας τα δειλινά απολάμβανα τη σιγαλιά, τα μαβιά που χρωμάτιζαν τον θαλασσινό ορίζοντα και βυθιζόμουν στην ομορφιά της φύσης αδιάσπαστος από εξωτερικές παρεμβολές. Ούτε κινητό τηλέφωνο βεβαίως, ούτε VHF, ούτε καν ραδιόφωνο δεν έπαιρνα μαζί μου. Ετσι, κάποιες φορές έπιανα τον εαυτό μου να μιλάει μόνος του και τότε καταλάβαινα πως έφτανε η ώρα της επιστροφής στο Θιάκι, στους ανθρώπους..

Εκείνη την ημέρα φυσούσε δυνατός βοριάς και δεν με είχε αφήσει να σηκώσω τους κιούρτους που είχα ρίξει αποβραδίς. Αρκέστηκα να ψαρέψω σε κάποια απάνεμα με το ψαροτούφεκο και το απόγευμα, για να είμαι σίγουρος κι ασφαλισμένος από τα τερτίπια του καιρού, μπήκα στον Αγιο Παντελεήμονα. Κουτσοί, στραβοί, εκεί θα έβρισκαν όλοι σίγουρο απάγκιο... Είναι ένας φαρδύς κόλπος κοντά στον Αστακό, που εισχωρεί βαθιά μέσα στη στεριά και στο τέρμα του στρίβει δεξιά, σαν σαλιγκάρι, σχηματίζοντας έναν μυχό από όπου δεν βλέπεις την μπούκα. Οσο και να λυσσομανάει ο αέρας έξω, από όπου κι αν φυσάει, εκεί μέσα είναι πάντα σαν λίμνη.

Κάτι θα είχα μαγειρέψει, ψάρια κατά πάσα πιθανότητα, θα είχα πιει και λίγο από το θιακό κρασί που δεν έλειπε ποτέ από το καΐκι και γερμένος στην κουβέρτα ρέμβαζα περιμένοντας τον Μορφέα να με ξεκουράσει. Εκεί, λοιπόν, που κόντευαν να κλείσουν τα βλέφαρά μου από την κούραση, στο μεταίχμιο ύπνου-εγρήγορσης, αντίκρισα την εικόνα που σας μεταφέρω εδώ: Ηταν τρεις άνθρωποι, ένας μεγαλύτερης ηλικίας, ένας νέος και μία κοπέλα. Κατέβαιναν την πλαγιά του λόφου που οριοθετούσε τον κόλπο και κατευθύνονταν προς τη μεριά μου, κρατώντας από δύο χέλια ο καθένας. Μπροστά πήγαινε ο ηλικιωμένος, πατέρας των άλλων όπως έδειχνε η ομοιότητα των χαρακτηριστικών. Ηταν κάποιας άγνωστης φυλής, θύμιζε τσιγγάνο, αλλά δεν ήταν και τσιγγάνος, είχε κάποια χαρακτηριστικά μογγολικής καταγωγής, αλλά ήταν κάτι άλλο, ένα αλλόκοτο μπαστάρδεμα που πρώτη φορά μου συναντούσα. Κοντολογίς, αν τον ήξερε ο Φελίνι θα τον είχε χρησιμοποιήσει οπωσδήποτε! Καταπληκτική φάτσα, μοναδική, με εξίσου εκπληκτικό κορμί. Ηταν νευρώδης και εξαιρετικά αδύνατος, τόσο αδύνατος που λίγο διέφερε από χέλι ο ίδιος! Βλέποντάς τον αβασάνιστα πίστευες ότι, αν χρειαζόταν, θα διαπερνούσε με μεγάλη ευκολία τον υδροφόρο ορίζοντα για να βγει σε όποιο πηγάδι του έκανε κέφι! Κρατώντας, λοιπόν, τα χέλια του, ένα σε κάθε χέρι, βάδιζε προς την ακροθαλασσιά με προφανή σκοπό να τα καθαρίσει.

Ακολουθούσε η κόρη του. Είχε κατάμαυρα μαλλιά ριγμένα στους ώμους, που σκεπάζονταν από ένα μακρύ, λευκό φόρεμα. Ηταν υπέροχη, μια κρεολή με απίστευτης τελειότητας χαρακτηριστικά, ένα υπόδειγμα μελαχρινής ομορφιάς. Αδύνατη και λιγερόκορμη, ακόμα πιο "χέλι" από τον πατέρα της.

Τελευταίος ερχόταν ο αδελφός. Με αυτόν η ήδη σουρεαλιστική εικόνα απογειωνόταν. Φορούσε λευκή πουκαμίσα, είχε τα ίδια μαύρα, μακριά μαλλιά, και επιπλέον είχε έντονα βαμμένα μάτια σε αποχρώσεις του μπλε, καθώς και βαμμένα κατακόκκινα τα χείλη του. Μια Drag Queen στο πουθενά των ακαρνανικών βοσκότοπων! Ομορφότερος ακόμα κι από την αδελφή του και αλλόκοτος, ο πιο αλλόκοτος από τους τρεις τους. Αυτός κι αν ήταν χέλι! Ηταν ψηλότερος όλων, εξαιρετικά νευρώδης και αδύνατος, μια βελτιωμένη και επαυξημένη έκδοση του πατρικού σωματότυπου. Τα δύο παιδιά στάθηκαν σιωπηλά στην ακρογιαλιά, κοιτώντας προς τη θάλασσα με θλιμμένα μάτια όσο ο πατέρας καθάριζε τα χέλια. Επειτα όλοι μαζί έκαναν μεταβολή και, χωρίς έως τότε να έχουν ανταλλάξει κουβέντα, χάθηκαν πίσω από τις βαλανιδιές, παίρνοντας μαζί το μυστήριο που τους τύλιγε.

Δεν ήταν σίγουρα μια τυπική εικόνα Αιτωλοακαρνάνων. Τι ήταν όμως άραγε; Δεν ήταν μόνο ως μορφές και ως φιγούρες εντυπωσιακοί. Ηταν το ύφος και το φέρσιμό τους που υπογράμμιζε την παραδοξότητά τους, το ότι παρέμειναν εντελώς αμίλητοι και βυθισμένοι σε μια ιερή θλίψη σε όλη τη διάρκεια.

Αν αντίκριζα, την ίδια εικόνα κάπου αλλού, στο Γούντστοκ π.χ.μ κι αν έλειπαν και τα χέλια, θα περνούσε ίσως κι απαρατήρητη.

Μα εδώ, στην ερημιά της Αιτωλοακαρνανίας, ήταν τόσο γκροτέσκο, τόσο παράδοξη και ασύνδετη με το περιβάλλον, που έμοιαζε τελείως εξωπραγματική.

Είχα μείνει αποσβολωμένος.

Τι ήταν τούτοι εδώ; Από πού ήρθαν και πού πήγαν; Και γιατί κρατούσαν στα χέρια τους τα χέλια, με κίνδυνο να λερωθούν τα λευκά τους ρούχα; Μια σακούλα δεν βρήκαν να τα έβαζαν; Περιέγραψα τις μορφές που είδα σε γνωστούς στον Αστακό, στον ψαρομανάβη και σε κάνα δύο εστιάτορες που έπαιρναν τα ψάρια μου. Θα ήταν από αλλού, γιατί κανένας δεν τους γνώριζε. Από πόσο "αλλού" όμως;

Στην πραγματικότητα, σε αυτήν την ιστορία δεν πρωταγωνιστούν βέβαια τα χέλια. Πρωταγωνιστούν άνθρωποι και "παίζουν" και κάτι χέλια. Ποιος, όμως, μπορεί να βεβαιώσει τα όρια της πραγματικότητας;

Κατά μία άλλη εκδοχή, στην ιστορία πρωταγωνιστούν οι νεράιδες των χελιών με τον πατέρα τους? Κρατούσαν τα χέλια εμβληματικά, με κάποιο τρόπο ίσως έπρεπε να μου δήλωναν την ιδιότητά τους.

Αντιγράφω από την εγκυκλοπαίδεια:

*Λέγονται και Ανεράιδες ή Ανεράδες. Το όνομά τους προέρχεται από τις Νηρηίδες, τις θαλάσσιες νύμφες που ταυτίστηκαν με τις Νύμφες των πηγών. Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας οι Νεράιδες γίνονται Ξωτικά, Αγερικά, Ανεμικές, Ξωνέρια, Κυράδες, Καλομοίρες, Καλούδες. Εμφανίζονται στα σπήλαια, στις πηγές, κοντά στα πηγάδια, στα ποτάμια αλλά και στους αγρούς και στα αλώνια. Διακρίνονται, επίσης, σε τοπικές και ξενικές. Οι τοπικές είναι καλές και προστατεύουν τους συντοπίτες τους, ενώ οι ξενικές είναι επικίνδυνες. Οι όμορφες Νεράιδες με μακριά μαλλιά και λευκά φορέματα είναι καλόγνωμες, αν και μπορούν να γίνουν επικίνδυνες και να μεταμορφώσουν τους ανθρώπους ή να τους πάρουν τα λογικά, ακόμα και να προκαλέσουν τον θάνατο. Οι μαυροφορεμένες κατοικούν στα σκοτεινά σημεία και στις χαράδρες των βουνών. Οι νεράιδες σαν κακοποιά πνεύματα αφαιρούν τη μιλιά (φωνή).

Κωστής Γεωργάς, ethnos.gr

2011-09-06

>